Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 48-67 από 299
-
Ακόμαν το ποτάμιν κι είδαμε και τα πατσάκια μουν' εσήκωσαμε
(1940)Ακόμη το ποτάμι δεν είδαμε και τα παντελόνια μας σηκώσαμε -
Αλ γεμουρταΐ σεκιζινί, ποΓιατ τα σατ τοκουλουνού
(1952)Πάρε τ' αυγά στα οχτώ, μποΓιατισε και πουλησε [τα] στα εννιά -
Αλεύρια ΄κι έχομε και φυλλωτά τρώμε
(1940) -
Αλεύρια δεν έχουμε και τρώμε φυλλωτά
(1940)Φυλλωτά = έδεσμα, ζυμαρικό. Δεν κυτάζουμε τα απαραίτητα, αλλά τα περιττά -
Αν έγγεψεν ο ποντικό, αγγεύει και ο κλέφτα
(1940)Αν προόδεψε (πλούτηνε, ευτύχησε) ο ποντικός, προοδεύει και ο κλέφτης -
Αν κ' εμοιάζαμε, κ' εσυμπεθέριαζαμεν
(1902) -
Αξία σου λιβόρι κι απάν' έναν κοβόρι
(1940)Η αξία σου (εκείνο που σου αξίζει είναι ) ελλέβορος – κι απο πάνου περιττώματα . - Σε όσους έκαναν κάτι τιποτένιο και υπερηφανευόνταν γι' αυτό. Το να υπερηφανεύεται κανείς για τιποτένια πράματα είναι σαν τρέλα και στην ... -
Απέσου κάεται κι έξου κοσκινίζει
(1940)Μέσα κάθεται κι έξω κοσκινίζει. Για όποιον κουτσομπολεύει με υποκρισία βέβαια, αφού θέλει να δείχνει οτι δεν ανακατώνεται σε τέτοιες ιστορίες -
Από γέρου τάντανα
(1940)Από τα γεράματα (τώρα που γέρασε) χορός. -Για έναν που μολονότι πέρασε τη μικρή του ηλικία, θέλει να φαίνεται παιδί και να κάνει παιδιάστικα πράματα -
Από ράμαν εις βολόνι
(1940)Από κλωστή σε βελόνι. Απ' την αρχή ως το τέλος, με το νί και με το σίγμα -
Αραράδιανις= Νεράιδες και Αράδιανες
(1902) -
Αρμένοι, σα μουφλιουσλεεύουνε, προβάτου κρέας τρώνε
(1940)Οι Αρμένηδες όταν φτωχόνουν (πτωχεύουν), τρώνε πρόβειο κρέας. Όταν, ενώ έχεις αμεσώτερες ανάγκες, προμηθεύεσαι ή κάνεις περιττά.