Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "ήλιος"
Αποτελέσματα 439-458 από 563
-
Σ' αυτόν τον ήλιον άπλωνε τα ρούχα σου
(1918)Εις του πλανώμενον εκ τας ίδιας, τα σχέδια του η μεταφορά εκ του ήλιο , όστις καλύπτεται, συχνά υπό νεφών -
Σ' ένα νήλιο 'πλώθαν οι λαλάδες μας, τα ρούχα dώνε
(1926)Ειρωνία. Λαλάδες = (γιαγιάδες). Π.χ. Συγγενείς είμεστα ξέρεις το ; Ναι , σ' ένα νήλιο κλπ. -
Σ' έναν ήλιο επλώνανε οι μανάδες μας τα ρούχα ντως
(1939)Το λένε σε κείνους που παρουσιάζονται ως συγγενείς, ενώ η συγγένεια τους είναι ελαχίστη -
Σ' έναν ήλιο πλώνανε τα ρούχα ντους
(1949)Για να καταδείξη το μακρυνόν της συγγενείς ατόμων τινών -
Σ' έναν ήλιον επλώθαν τα ρούχα των
(1876) -
Σ' σόν ήλον ήντσαν 'κ' έκαμεν ουδέ 'ς εβόρραν έφαγεν
(1931)Όποιος δε δούλεψε 'ς τον ήλιο μήτε και έφαγε 'ς τον ήσκιο -
Σ' σον ήλεον ίντσαν κ' έκαμεν ουδέ 'ς ευώραν έφαεν
(1881)Ερμηνεία: Επί των ένεκα ολνηρίας στερουμένων των αναγκαίων. Σημέιωση : Ίντσαν = όστις, Ευώρα = μέρος σκιερόν και ευάρεον -
Σ' τον ήλιο κανείς δεν πήγε
(1873) -
Σ' τον ήλιο μοίρα δεν έχει
(1910) -
Σα βάλη ο ήλιος φράgικα και το φεγγάρι φέσι
(1963)Φράgικα = πανταλόνια, φράγκικο, Από δίστιχο, που ο δεύτερος στίχος του είναι : ετότες κι' η αγάπη μας θα πάη αλλού να πέση. Λέγεται για ένα πράγμα, που δεν μπορεί οπωσδήποτε να γίνη