Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δυό"
Αποτελέσματα 416-435 από 575
-
Όποιος κυνηά δυό λαώς, μήϊ τουν έναν πιάνει μήϊ τουν άλλουν
(1941)Μήϊ = (μήτε). Ο Πλεονέκτης ή ο πολλά ασχολούμενος αποτυγχάνει. Και ο πλάτων “αδύνατον ένα πολλάς εργάζεσθαι τέχνας” -
Όποιος κυνηγά δυό λαγούς, μήδε τον ένα, μούδε τον άλλο πιάνει
(1919)Ο σκοπεύον να μανθάνη συγχρόνως δυό επιστήμας δεν μανθάνει ούτε την μίαν ούτε την άλλην -
Όποιος κυνηγάει δυό λαγούς, δεν πιάνει ούτε ένα
(1956)Όταν θέλη να κάνη δυό δουλειές μαζύ, δεν επιτυγχάνει ούτε τη μία -
Όποιος λουτουρκά σκιυό εκκλησίες πάντα της μιάς γελάτης
(1951)Όποιος λειτουργεί σε δυό εκκλησίες πάντα γελάει στη μίαν. Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι ασχολούνται με δυό εργασίας ταυτοχρόνως προς βλάβην όμως της μιάς εξ' αυτών