Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "διψώ"
Αποτελέσματα 37-56 από 78
-
Όπου διψά φλετρά θωρεί κι όπου πειν' άσπρες πήτταις κι' όπου ναι αξυπόλυτος παπούτσια με ταις μύτταις
Το θωρεί σημαίνει ενταύθα βλέπει καθ' ύπνους -
Όταν διψά η αυλή σου όξου νερό μη χιούνης
(1922)Επί των οφηλόντων πρώτων τους εαυτών οικείου να βοηθώσι και είτα τους ξένους -
Όταν διψά η αυλή σου, έξω νερό μη χύνης
(1936)Δηλαδή να μη σπαταλά κανείς δυνάμεις ή χρήμα, όταν ο ίδιος έχει άμεσον ανάγκην -
Όταν διψάει η αυλή σου, μη χύνης το νερό στην ξένη
(1954)Ο άνθρωπος δέον να βοηθή πρώτον τον εαυτόν του