Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βρέχω"
Αποτελέσματα 307-326 από 367
-
Πέρα βρέχει
(1910) -
Πέρα βρέχει
(1876)Αδιαφορεί, κάνει τον κουφόν. Δεν του δίδει χέρι. Δεν μέλει άλλων έγνοιαν ή δεν έχει -
Πέρα βρέχει
(1963)Λέγεται για τον αδιάφορο ή τον κουφό ή εκέινον, που δεν μπαίνει εύκολα στο νόημα -
Πέρα βρέχει στη Καραμανιάν χιονίζει
(1951)Λέγεται επί των δεικτυόντων αδιαφορίας ή απροσεξίαν διά κάτι -
Πέρα βρέχι
(1917) -
Που να πας τζαί βρέσει
(1940)Λέγεται ειρωνιώς δι όσους βιάζονται να απομακρυνουθώσι καθ' ώραν δύσκολον και επικίνδυνον -
Σ σ' αλών' ν ατ' νε βρέχ' νε χονίζ'
(1931)Ερμηνεία : Σ τ' αλώνι του ούτε βρέχει ούτε χιονίζει. Επί του αδιαφορούντος δια τα πάντα -
Σ σ' αλώνι σ' νε βρέχ νε χονίζ
(1931) -
Σ σην ώραν 'κ έβρεχεν, παρ' ώρας εχαλάτζωνεν
(1931)Ερμηνεία : Σ την ώρα δεν έβρεχε, παρά την ώρα χαλάζι έρριχνε. Επί του γινομένου ουχί εις τον πρέποντα καιρόν