Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δυό"
Αποτελέσματα 302-321 από 575
-
Δυό χυμονικά σε μια αμασχάλη δεν κρατιούνται
(1936)Χυμονικά = καρπούζια. Για αδύνατη συμβίωση ή συνύπαρξη -
Δυόι νομάτοι μ' ένα μάτι
(1940)Δυό νομάτοι (άτομα) – μ' ένα μάτι. - Για τους ανίκανους. Όταν η μία ανικανότητα πάει να βοηθήσει την άλλην -
Έβαλε τα δκυό μου πόδκια σ' έναμ παπούτσιν
(1940)Και έαν εχωρούσαν θα προέκυπτε αδυναμία κινήσεως. Όταν υποχρεωθώμεν παρά την θέλησιν μας να κάμωμεν κάτι -
Έν να γινούμεν που δκυό χωρκά
(1940)Οι κάτοικοι χωριών, πολύ μακράν το ενα του άλλου δεν γνωρίζονται, και συνεπώς είναι αδιάφοροι προς αλλήλους. Εχθροί θα κατακτήσωμεν και ξένοι προς αλλήλους -
Έν να σου το κάμω δκυό λογιών
(1940)Και καλά και κακά . Λέγεται καθ' ην περίπτωσιν αρνείται τις να παράσχη ζητουμένην χάριν -
Ένα γίρο δυό σπασμέν' τουν κάν'νι καλά
(1926)Οι δυό είναι ισχυρότεροι πάντοτε του ενός, έστω κ' ανάπηροι -
Ένα γιρό δυό σπασμέν ' τσύγ καταφέρν
(1915) -
Ένα κ' ένα δυό
(1906) -
Ένα κ' ένα κάνουν δυό
(1911) -
Ένα κ' ένα κάνουν δυό!
(1910) -
Ένα κι ένα κάνουν δυό
Επί εντόνου προσταγής ή δηλώσεως αμετάκλητου, σε ακολασίες μετ' απειλής τιμωρίας