Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "διψώ"
Αποτελέσματα 31-50 από 78
-
Όντε διψά η εδική σου αυλή, μη χύνης στην ξένη νερό
(1938)Όταν οι δικοί σου υποφέρουν, μη βοηθάς άλλους -
Όπου διψά φλετρά θωρεί κι όπου πειν' άσπρες πήτταις κι' όπου ναι αξυπόλυτος παπούτσια με ταις μύτταις
Το θωρεί σημαίνει ενταύθα βλέπει καθ' ύπνους -
Όταν διψά η αυλή σου όξου νερό μη χιούνης
(1922)Επί των οφηλόντων πρώτων τους εαυτών οικείου να βοηθώσι και είτα τους ξένους -
Όταν διψά η αυλή σου, έξω νερό μη χύνης
(1936)Δηλαδή να μη σπαταλά κανείς δυνάμεις ή χρήμα, όταν ο ίδιος έχει άμεσον ανάγκην