Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δυό"
Αποτελέσματα 276-295 από 575
-
Δυό σπασμένοι νικάν έναν αντρειωμένο
(1909) -
Δυό σπασμένοι νικάνε ένα γερόν
(1926)Φράσις όταν καρφώνουν φέρ είπείν κάτι τι και δεν έχουν τις απαιτούμενες πρόκες, βάζουν μικρότερες, αλλά περισσότερες επιλέγοντας την ανωτέρω φράσιν. Δηλ. Οι μικρότερες αλλά περισσότερες κάνουν την ίδια και καλύτερη δουλειά ... -
Δυό τζαμπάζδες πά σένα σκοινί δε χορεύνα
Δυό έχοντας την ίδια δουλεια δεν συμφωνούν ποτέ, αλλά μαλώνουν ποιός να βγή ανώτερος από τον άλλον. Τζαμπάς λ.τ. Αυτός που περπατά στο σκοινί -
Δυό τζαμπάζδες σ' ένα σκοινί δε χορεύνε
(1941)Επί ασυμφωνίας ένεκεν συγκρουόμενων συμφερόντων = Δυό εγωϊσταί αδύνατον να συμφωνήσουν. Λέγεται δια τους ανειλικρινείς και αναιρούντας τα συμφωνημένα -
Δυό τζαμπάζηδες δε χορεύνε σ' ένα σχοινί
(1956)Όταν δυό του ιδίου φυράματος δε μπορούν να συνεννοηθούν -
Δυό τζιομπάζδες στο ίδιο του σκοινί δεν μπουρούν να χουρέψουν
Κείνοι που έχουν την ίδια δουλειά, δύσκολα συμφωνούν μεταξύ τους . Η παροιμία είναι Τούρκικη -
Δυό του λαγού τ' αυθιά
(1892)Ερμηνεία: Η φράσις φέρ. Εις δήλωσιν επιθυμίας προς κένωσιν δευτέρου ποτηριού -
Δυό τουμάρια πόνα σφαχτό δε βγαίν' ν
(1926) -
Δυό τσαμπάσ'δες σ' ένα σκοινι
(1938)Όταν δύο άνθρωποι φυλέριδες και δύστροποι ετυχαίνε να συνεταιρισθούν. Ελέγετο και δι' ανδόγυνα, όταν και ο άνδρας και η γυνάικα ήσαν δύστροποι. (Τσαμπάσης = ακροβάτης. Η λέξις σημαίνει και τον μεταπράτην ή μεσίτην εις τας ...