Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Σακελλαριάδης, Χ."
-
Μισόσπειρα, μισόφαγα, μισό' χω στο κορφίνι
Σακελλαριάδης, Χ. (1923)Λέγεται επί των εχόντων αυτάρκειαν ανθρώπων και κομπαζόντων επί τούτο -
Μοναχός κανείς ούτε 'ς τομ Παράδεισο δεγ κάνει
Σακελλαριάδης, Χ.Ερμηνεία: Προς δήλωσιν της κοινωνικότητας του ανθρώπου -
Μου μαύρισε το μάτι μου
Σακελλαριάδης, Χ. -
Μπαμπακοσφάχτης, ο
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Υπούλου χαρακτήρος, υποκριτής, ο μη λέγων τι το προσβλητικόν και μη αδικών φανερά ουδένα, πλην κρυφίως όταν δοθή περίστασις δυνάμενος να επιφέρη πλείστα κακά -
Μπεκιαρλίκι, μασκαραλίκι
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Μπεκιαρλίκι = Το να μένη τις μπεκιάρης θεωρείται ατύχημα, όπερ μετέχει κατά τι και του κωμικού, διότι ο μπεκιάρης μη δυνάμενος μόνος εξ αγνοίς να οικονομή τα καθ' εαυτού, ου μόνον ο ίδιος υποφέρει, αλλά πολλάκις γίνεται ... -
Μπρός πίσω τα Νικολοβάρβαρα, πέξτουν τα χιόνια τάρταρα
Σακελλαριάδης, Χ. (1923) -
Μώρ' αυτό είνε μάννα! Το τάγιζε το μάννα, τίποτε δεν τ' άφησε ακόμα και το μάννα που δε βρίσκεται
Σακελλαριάδης, Χ. (1919) -
Μώρή τσούπα, μωρή τσούπα έχει ο μούνος σου τουλουπα;
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Λέγεται περιγελαστικώς επί των προσκυιουμένων οτι είγνουσι τις, όπερ όμως είνε πασίγνωστον αι ως αυτούς τους προσποιουμένους αγίοσιν -
Μωρέ τσούπες, μωρέ τσούπες έχει ο μούνος σας τουλούπες;
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Λέγεται περιγελαστικώς επί των προσκυιουμένων οτι είγνουσι τις, όπερ όμως είνε πασίγνωστον αι ως αυτούς τους προσποιουμένους αγίοσιν -
Νέθε, νέθ' η παπαδιά κι' ο παπάς ξεβράκωτος
Σακελλαριάδης, Χ.Ερμηνεία: Επί των προσποιουμένων φιλοπονίων γυναικών ενώ πράγματι είναι λίαν οκνηραί -
Νεραϊδιαρικο
Σακελλαριάδης, Χ. -
Ντέρτι που τόχει η Μάρω πούναι το μουνί της μαύρο
Σακελλαριάδης, Χ. (1919)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Ντούρο κορμί, καλή καρδιά
Σακελλαριάδης, Χ. -
Ξύπνα γριά να σε ξεκονιδιάσω
Σακελλαριάδης, Χ.Ερμηνεία: Επί των ποιούντων ή αναμιμνησκόντων πράγματα μη της παρούσης ώρας όντα