Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος"
-
Κατά τουν Μαστουργιάνν' κι τα κουπέλια τ'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΚατά τον άνθρωπο κ' οι δουλειές, κατά τους γονείς και τα παιδιά -
Κατσίβελους παστιρμά δεν κάμν'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια τους λαίμαργους και αχόρταγους, όπως ο κατσίβελος και για τους πεινασμένους και φτωχούς -
Κατσίβελους, όταν έχ' πιτμέζ' δε μπουρεί να κοιμηθή
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΚείνος που ζει σε φτώχεια, όταν έχει τίποτε άφθονο, το ξοδεύει γρήγορα, μη μπορώντας να το φυλάξει -
Κει που λαλούν πολλοί πετνοί αργεί να ξημερώσ'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΌπου ανακατεύουνται πολλοί, πάντα αργεί το τέλος -
Κει που χειμάζ' ασπρίζ'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΕρμηνεία: Για ότι είναι ολοφάνερο και δε μπορεί να κρυφτή -
Κεί που βρέξ' μαυρίζ
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΌ,τι είναι ολοφάνερο δε μπορεί να κρυφτή και να φανερωθή -
Κείνον δεν τουν θέλουν στο χωριό, κι αυτός του παπά του σπίτ' ρουτάει
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια τους αυθαδείς και αδιάκριτους -
Κείνος που δε θέλ' να καμτσουρίσνα τη γυναίκα τ' δεν πηγαίν' στη χαρά
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΜη δίνεις αφορμή σα δε θέλεις να σε πειράζουν. Στη χαρά (γάμο), όπου πηγαίνει κόσμος πολύς μπορεί τη γυναίκα σου να την κοιτάξουν με μάτι πρόστυχο και να της κάμουν και νόημα ερωτικό -
Κείνος που κυνηγά πολλοί λαγοί χάν' και το έναν να
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓι' αυτους που κυνηγούν πολλές δουλιές και σε καμμιά δεν προκόβουν -
Κείνος που νεκατών' το μέλ', γλύφ' τα δαχτύλια τ'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΠάντα δεν είναι δυνατό να μείνει αδιάφθορος, ένας που ανακατώνεται με τον παρά και σε δουλιές με χρήματα -
Κείνος που πονεί, γαϊδουρινα φωναζ'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΜόνον εκεόνος που έχει τον πόνο κλαίει και φωναζει. Οι άλλοι περναν αδιάφοροι -
Κεφάλ' δίχως φροντίδες στο μποστάν' φυτρών
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια κείνους που καυχιώνται πως δεν έχουν φροντίδες, πως τίποτε δεν τους μέλει από τα δύσκολα της ζωής. Τέτοια κεφάλια αδιάφορα φυτρώνουν στα μποστάνια, είναι τα καρπούζια και τα πεπόνια -
Κι 'συ θα προυκόψ', όταν θα δγιώ του φτίμ' χωρίς γυαλί
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΔηλαδή καμιά φορά -
Κι εσύ με τους δώδεκα
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΔώδεκα είναι αυτοί που κάνουν το συμβούλιο το κοινοτικό “η δωδεκάδα”. Δηλ. Και σύ ισιμετράς τον εαυτό σου με τους εξέχοντας -
Κι ο σκύλος ξεχειμωνιάζ', μη η πέτσα τ' το ξαίρ'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια κείνους που περνούν τις δυσκολίες με υπομονή, μα που μόνο αυτοί το ξαίρουν πόσο τους κουράζει -
Κλαίει ο διάβολος τα παιδιά τ'
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια κείνον που δε ξαίρει να τραγουδεί και σέρνει τη φωνή του σαν να κλαίει -
Κλαίν' οι χήρες, κλαίν' κτ οι παντρεμένες
Παπαχριστοδούλου, ΠολύδωροςΓια κείνους που άδικα παραπονούνται για την τύχη τους