Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 247-266 από 757
-
Μανάδιφκο τζό 'φτασε, διπκό σερματϊέται
(1951)Μονό δεν έφτασε, διπλό σέρνεται. Όταν κανείς παθαίνει τη ζημιά διπλή, εκεί που θα την πάθαινε λιγότερη αν πρόσεχε -
Μαναχός του έψησ', έλμισε, μαναχός του έφαε
(1951)Μοναχός του μαγείρεψε, αλάτισε, μοναχός του έφαε -
Μεις είμεστε σεράνdα νομάτοι, πενενdάβου μας κατέχουμε
(1951)Εμείς είμαστε σαράντα νομάτοι (λίγοι) και γνωριζόμαστε μεταξύ μας -
Μεις, αρ να ψοφήσουμε 'ς την bείνα, 'α ειπουν 'dι : έφαν bολύ τσαι τσατλάτσαν
(1951)Εμείς, αν τύχει και ψοφήσουμε από την πείνα, θα πουνε : φάγανε πολύ κι έσκασαν. Όταν ο άλλος δεν ξέρει τον καημό σου, αλλά σε παίρνει κιόλας για ευτυχισμένο -
Μή ρωτάς, δώσε μή στήκνεσαι, δώσε
(1951)Μή ρωτάς, δώσε μή στέκεσαι, δώσε. Όταν μάς γυρεύουν όλο να δίνουμε -
Μο τ' έτο το τσουφάλι α κάτσ' α μαλγέρικο
(1951)Μ' αυτό το κεφάλι θα κάτσεις σ' ένα μαλλιαρό (πέος) -
Μο την gαζβάρα του 'νεγκώθει, ο μύτης του 'ς τα κάκε λειψόν τζου 'ινεται
(1951)Με τον κόρακα όποιος πάει, η μύτη του από τα σκατά δεν απολείπει