Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Μανωλακάκης, Εμμανουήλ"
-
Βάλε τ' οκνού φωτιά να ι(δ)ής βεργολυ(γ)ίσματα
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί των οκνηρών όταν ανάγκη ή βία ενεργάσι δραστηρίως -
Βάλλε μάνdαλον 'ς την πόρταν, και κοιμού ξεβρακωμένη
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896)Ερμηνεία: Επί των προβλεπόντων -
Βάστα με να σε 'αστώ να περνούμε το καιρόν
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Επί των συμβοηθούντων αλλήλους -
Βάστα με να σε βαστώ να περνούμε τον καιρόν
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Επί των συμβοηθούντων αλλήλους -
Βάστα με, να σε β)αστώ, να περνούμε(ν το(ν καιρόν
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896)Επί των αλλήλοις συμβοηθούντων -
Βάστα τη(ν) ρασιά(ν) σου, θέλ' ας βρέξη, θελ' ας χιονίση
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ρασιά = επενδύτης χονδρός μάλλινος -
Βάστα την καπόταν σου, θέλ' ας βρέξη, θέλ' ας χιονίση
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896) -
Βαθειά βαθειά ξελίσγονε, κι αναρι αναρια σπέρ(ν)ε
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896)Ερμηνεία: Επί προσφόρω καλλιεργεία -
Βγάλ' από 'κει που κρέμμεται και βάλε εκεί που χάσκει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ελλείπει, είναι κενόν, επί των οικονόμων -
Βγάλε 'πό κει που κρέμμεται, και β]άλ' εκεί 'που χάσκει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896)Επί των οικονομούντων -
Βίρι βίρι, ντήγλη ντήγλη
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί των προσερχομένων αίφνης και αναιτίως -
Βόϊ(δ)ι σελλατόν έπαιρνε και γάαρον καμπούρην, γυναίκα ψηλοκάμπυλη και χοίρο μακρομούρη
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Βού[δ]ι σελλάτον, έπερ[ν]ε, καί γά[δ]αρον καμπούρην
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896)Επί εκλογή αγοράς -
Βουνό με βουνό δεν εσμίγει, άθθρωπος μ' άθθρωπον εσμίγει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Βργαίνει το μάλι βράσι και τ' άρι σχίσι
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1892)Επι οχλαγωγίας, συμπλοκής, διαπληκτισμών