Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "διψώ"
Αποτελέσματα 22-41 από 78
-
Οdε διψά η αυλή σου, νερό μή χύνης όξω
(1963)Odε ή άμα. Δηλ. Όταν έχης ο ίδιος ή οι δικοί σου ανάγκη, δεν πρέπει να προσφέρης σε ξένους -
Όντας διψά η αυλή σ', μη χύντς του νερό όξου
(1893)Ερμηνεία: Όταν οι οικείοι σου δυστυχώσι, μη ζητεί άλλων ν' ανακουφίσης τας δυστυχίας -
Όντας η αυλή σ' διψάει, του νιαρό έξου μην του χύνς
Αν θέλεις να βοηθής, βοηθά τους συγγενείς σου και φίλους και τους πλησιέστερους -
Όντε διψά η εδική σου αυλή, μη χύνης στην ξένη νερό
(1938)Όταν οι δικοί σου υποφέρουν, μη βοηθάς άλλους -
Όπου διψά φλετρά θωρεί κι όπου πειν' άσπρες πήτταις κι' όπου ναι αξυπόλυτος παπούτσια με ταις μύτταις
Το θωρεί σημαίνει ενταύθα βλέπει καθ' ύπνους