Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Λουκόπουλος, Δημήτριος"
-
Ο Θϊός 'αρ να κρούν'κε 'τι σου στσυλλού το κατζί, κάτα μερά χα χάσει α σπίτι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο Θεός αν ήταν ν' ακούσει του σκύλου το λόγο, κάθε μέρα θα κατάστρεφε ένα σπίτι -
Ο κακκέρ' ζαναχεύει τον gατουρϊέρη
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο χέστης κοροϊδεύει τον κατουρλιάρη -
Ο κακός σκύλος ψωριάζει μα δεν ψοφά
Λουκόπουλος, ΔημήτριοςΕρμηνεία: Επί ανθρώπου κακού, όστις και αναρρωνύει μετ' ασθένειαν -
Ο Καριώτης κι' αν δοξαστή πάλι χεσμένος είναι
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Μια φορά ένας Ικαριώτης έγινε αεροπόρος στην Αμερική. Άμα ανέβηκε με τ' αεροπλάνο, χέστηκε από το φόβο του. Από την αιτία αυτή βγήκε η παροιμία -
Ο κόσμος βίτεψεν gως, μεις μο του 'α ειπούμ' dι “τσούς” στήκνεται;
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο κόσμος πέταξε κώλο (πήρε τον κατήφορο), μεις με το να του πούμε “τσους” (όπως στα γαϊδούρια) στέκεται;. Τόλεγαν σε κείνους, που όλο γκρίνιαζαν πως η νέα πλάση πήρε κακό δρόμο -
Ο κόσμος έν' dο μέτ' ρο
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο κόσμος είναι δικός μας -
Ο κορνουκσούζης ποίτσε α υιός 'α νdα 'γαπήσει dέϊ έβgαλεν dα 'ρτσίδε του
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Κορνουκσούζης = ταμαχιάρης, λαίμαργος -
Ο Κούτσουρος 'α κουτσερέψει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο Κούτσουρος θα κουτσουρέψει -
Ο κρότσονος τον gρότσονο τζο 'υρεύει τα
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο κουτός τον κουτό δεν τον θέλει -
Ο λύκον ας σα μετρημένα πα τρώει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Η παροιμία είναι γνωστή στην άλλη Ελλάδα με αντίθετη διατύπωση -
Ο λύκος πάτσε τζο ξερώνει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο λύκος πατσές δεν ξεραίνει -
Ο λύκος σαμού συννεφϊέζ' ο χαβάζ', 'υρεύει τα
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο λύκος όταν συννεφιάζει ο καιρός, του αρέσει -
Ο λωλός δουλειά δεν είχε και μονόχα τα παιδιά του
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Μονόχα = εμουνούχιζε. Επί ασχολουμένου εφ' άμη δεί, ένεκα ελλείψεως σοβαράς εργασίας -
Ο Μάρτης 'ς τό μέγον dή Σαρακοστή τζο λείπει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο Μάρτης από τή μεγάλη Σαρακοστή δέ λείπει -
Ο Μάρτης 'ύρεψε 'ς τον Απρίλη α ημέρα να μπάση τη γρα σο χαριένι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Πετρόπουλος, Δ. (1949)Συνοδεύεται από κείμενο... -
Ο Μάρτης 'ύρεψεν α ημέρα 'ς τον Απρίλ' δανεικό, να μbάσει τη γρα σο χαρϊένι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ερμηνεία: Ο Μάρτης γύρεψε μιά μέρα από τον Απρίλη δανεικιά, για να μπάσει τη γριά στο καζάνι. Συνοδεύεται από κείμενο... -
Ο Μάρτης λένκεν 'dι: 'αρ να μην bοίκω σειμό σα εννά, 'α ποίκω σα δεκαϊννά, 'αρ να μην bοίκω σα δεκαϊννά, σα εικοσιεννά 'α νάρτω μο τον αραπά
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Πετρόπουλος, Δ. (1949)Ερμηνεία: Ο Μάρτης έλεγε αν δεν κάμω χειμώνα στις εννιά, θα κάμω στις δεκαεννιά, αν δεν κάμω στις δεκαεννιά, στις εικοσιεννιά θάρθω με τον αραμπά -
Ο Μάρτης λένκεν dι: Άρ να μην bοίκω σειμό σα έννα, αποίκω σα δεκαϊννά, αρ να μην bοίκω σα δεκαϊνά, σα είκοσιεννά 'α νάρτω μο τον αραπά
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ερμηνεία: Ο Μάρτης έλεγε αν δεν κάμω χειμώνα στις εννιά, θα κάμω στις δεκαεννιά, αν δεν κάμω στις δεκαεννιά, στις εικοσιεννιά θε νάρθω με τον αραμπά, δηλαδή ο Μάρτης οπωσδήποτε θα φέρει κακοκαιρία -
Ο μάστρος γίσκαλακία τζο τρώει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο μάστορας κολοκυθάκια δεν τρώει -
Ο μάστρος σως το μισημέρι ένι νηστικό ΄ς το μισημέρι ΄στέρου χορτανέσκει
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Ο μάστορας ως το μεσημέρι είναι νηστικός, από το μεσημέρι κι ύστερα χορταίνει. Όποιος ξέρει μια τέχνη, μόνο για λίγο μπορεί να μείνει άνεργος. Λεβ. Ποντ. Α.Π. αρ. 1473 : Τ΄ αργάτ΄ η γυναίκα ους το μεσημέρ΄ πεινά