Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δυό"
Αποτελέσματα 196-215 από 575
-
Δυό κεφαλές σε μια bερέττα δε χωρούνε
(1963)Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό. Μπερέττα = είδος καπέλου ανδρικού πλεκτού από λευκό βαμβακερό υφάδι, σαν σκουφί -
Δυό κεφαλές σε μιά περεττίνα δε χωρούνε
(1963)Δηλ. Δυό αφεντικά δε χωρούνε σ' ένα νοικοκυριό. Μπερέττα = είδος καπέλου ανδρικού πλεκτού από λευκό βαμβακερό υφάδι, σαν σκουφί -
Δυό κη δυό κάμνουν τέσσερα
(1941)Περιτταί αι συζητήσεις, το πράγμα έχει ούτω. Και οι αρχαίοι έλεγον δις δυό τέσσαρα -
Δυό κι γίνται
(1886)Ερμηνεία: Επί των τροφή μεν χρωμένων μηδέν δε εις το σώμα επιδιδόντων. Σουιδ. Ζηνοβ. (Παρ' ω κείται τροφήμων πολλή) Σημείωση : Η ημετέρα παροιμία γενικώτερον έχει εφαρμογών σημαίνουσα των επίμονον ταις χείρουσιν εμμονών -
Δυό κι δυό κάν'ν τέσσερα
(1910)Επί τε των αυτοδήλων και επί κατηγορηματικής προσταγής και αποφάσεως -
Δυό κι δυό κάν'ν τέσσιρα
(1939)Επί των απλουστάτων πραγμάτων και επί κατηγορηματικής προσταγής και αποφάσεως -
Δυό κι δυό κάνουν τέσσερα
(1911) -
Δυό κουκούδια 'ς ένα γόνα
Κουκούδια = το αλλαχού λεγόμενον κάκαδο. Γόνα = γόνυ. Λέγεται επί των καυχωμένων οτι έχουσιν τα πάντα εν ω ουδέν πράγματι έχουσι και δη είναι αδύνατον να έχωσι τα πάντα, όπως αδύνατον είναι να συνυπάρχωσι δυό κουκούδια σ' ένα γόνα -
Δυό κουλουκύθια κάτ' απ' τη μασχάλ' δεν κρατιούνται
(1965)Λέγεται για ανθρώπους που δεν περιορίζονται στο ένα επάγγελμα -
Δυό κουτσοί νικούν ένα γερόν
(1889) -
Δυό κώλ' ΄ς ένα βράκί δε χωρούν
(1910) -
Δυό κώλοι σ' ένα βρακί δε χωράνε!
(1910)