Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "προσκυνώ"
Αποτελέσματα 20-39 από 61
-
Κατά του κιφάλ που έχου, σι προυσ'νώ
Ερμηνεία: Επί περιποιήσεων μη δυναμένων να υπερβώσι το μέτρον των δυναμεων ημών -
Κεφάλι, που δε bορείς να (το) δείρης, πρέπει να το προσκυνας
(1963)Δηλαδή πρέπει να υποτάσσεται κανείς στον ισχυρότερο -
Με το κεφάλι που 'χω σε προσκυνάω
(1955) -
Με το κεφάλι πώχω σε προσκυναου!
(1910) -
Με το κεφάλιν πώχω σε προσκυνώ
(1876) -
Με το τσεφάλ' πουχου σε προστσ'νού
(1943) -
Να προσκυνώ σε χαβγιαρόζωμον που κείσαι κούστα κούστα
(1931)Να σε προσκυνήσω χαβγιαρόζουμο που κείσαι βώλους βώλους -
Να προσκυνώ σε χαβιαρόζωμον, ποι κείσαι κούστια κούστια
(1874)Δεν προσκυνείν σε χαβιαρόζωμνο, το πυκτωδώς διακείμενον