Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δόντι"
Αποτελέσματα 180-199 από 331
-
Όξ' από τα δόντια
(1876) -
Όποιος έχει δόντια, σπάει 'μύγδαλα
(1910) -
Όσα μbουρεί κί κόβ' του δόνd' τ'
(1915)Η χρήσις διπλή: ή τόσα μόνον λαμβάνει όσα του χρειάζονται πρός συντήρησίν του, χωρίς ν' αποταμιεύη, ή τόσον πολλά όσα συνηθή να εξοδεύση. και εις τάς δύο περιστάσεις λέγεται επί νέων εχόντων ισχυράν προστασίαν -
Παπούτσι είνι από δόντια
(1927)Ερμηνεία: Λέγεται για κείνον πού δεν έχει διόλου δόντια. Πόποιος δεν έχει το παπούτσι