Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δόντι"
Αποτελέσματα 16-35 από 331
-
Απόσει πουζάν ας τήγ κρατή, τζαί δόντιν άς το βκάλλη
(1940)Να απαλλαττόμεθα ούτως ή άλλως από πάσον ενόχλησιν -
Αρηά δόντια, ολιγόχρονος
(1893) -
Ας τροχίση τα δόντια
(1920)Ερμηνεία: Όταν θέλη να κάμη μιάν εργασίαν την οποίαν ο άλλος θεωρεί αδύνατον -
Αυτό 'έν είνιν γιά τα δόντια σου
(1941)Ούτε άξιος είσαι ούτε ισχυρός ικανώς ώστε να ζητής τοιουτόν τι -
Αυτός 'έν έχει να ξύση τα δόντια του
(1941)Λέγεται διά τον τελείως άπορον. Οι αρχαίοι έλεγον: Γυμνός ης εκ μήτρας και γυμνότερος παττάλου -
Αυτός έχει δόντι
(1920)Είναι ισχυρός είτε κατά το σώμα, είτε διαθέτει κεφάλαια υλικά (χρήμα) είτε έχει πολιτικά μέσα ισχυρότερα των άλλων, επομένως αξία, δύναμη να επικρατήσει ωστέ οι άλλοι πρέπει πολύ να τον υπολογίζουν. Πρβλ και την sp [πρέπει ... -
Αυτουνού πονεί το δόdι του στον Ανεμόμυλα
(1920)Έχει ερωμένη κατοικούσα εις την συνοικίαν Ανεμόμυλος -
Βάψε τα δόντια σου μαύρα
(1920)Ερμηνεία: Λέγεται όταν τις φοβερίζη τον άλλον ότι θά τον εκδικηθεί διά κακόν, όπερ αυτός του έκαμε. Απειλή -
Για κει πονεί το δόντιν του
(1876)