Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Κουκουλές, Φαίδων"
-
Εγώ στραβώνω και πουλώ, και συ βλέπε κι' αγόραζε
Κουκουλές, Φαίδων (1930) -
Είδα τον κορνιαχτό του
Κουκουλές, Φαίδων (1927)Έγινε τάχιστα, επειδή ο δομαίας φεύγων εγείρει κοπορτόν -
Είδες ένα; Τόσον φθάνει. Μιά κλωστή τούς έχ' υφάνει
Κουκουλές, Φαίδων -
Είναι με τον καφέ του
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Κατ' αντίφρασιν, επί του κραιπαλήντος = έχει πιη πολύ κρασί -
Είναι μια πουτσούλλα
Κουκουλές, Φαίδων (1956)Ερμηνεία: Επί νέου ή ανδρός γενναίου και ισχυρού, η λέξις υποκοριστικό της πουτσα, της το ανδρικόν μόριον δηλούσης -
Είναι όλοι το πι και φι
Κουκουλές, Φαίδων (1930) -
Είναι σβάρνα στο μεθύσι
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Ήτοι βαδίζουν φέρεται τήδε κακείστ', ως ο επί της σβάρνας ιστάμενος -
Είναι στα εικοσιτέσσερα
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Επί του μετά πότον εν ευθυμία διατελούντος (από τα 24 γράμματα του αλφαβήτου. Σήλ. Είναι στο άκρον άωτον της μέθης) -
Είναι του καλού καιρού
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Ερμηνεία: Επί του κραιπαλώντος (δηλ. είναι εν ευθυμία καλων ημερών) -
Είναι τρία κουτάκια σπίρτα μια δεκάρα
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Δια το κενόν του νου του μεθυσθέντος -
Είναι φηλί κλειδί
Κουκουλές, ΦαίδωνΠερί δυο προσώπων φιλικώτατα προς άλληλα διακειμένων και συμφωνούντων -
Είσαι, είσαι, μα παίρνεις μιά τσαι πας πόδι
Κουκουλές, Φαίδων (1920)Εκπίπτεις της κοινωνικής και εξεχούσης θέσεως, ην κατείχες