Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δόντι"
Αποτελέσματα 140-159 από 331
-
Κόβει το δόντι του
(1909) -
Κόνεσ' τα δανdάρε σου!
(1951)Ακόνισε τα δόντια σου. Ειρωνικά, σε κείνους πού ετοιμάζονται μάταια να πάρουν κάτι -
Κόνισε τα δόdια σ'
(1917) -
Λέ τι δανdάρε τζό 'χω, χωρίζει μό τα ξεράδε τσαί τρώ' τα
(1951)Λέει, δόντια δεν έχω, χωρίζει όμως τα ξερά και τα τρώει. Για κείνους που καμώνονται τον ανήμπορο, καταφέρνουν όμως μιά χαρά αυτό πού θέλουν. Πόντ. Δ.Π. 85: Δόντα 'κ' έχ' άμα κερέτζα μασά -
Με τα δόντια του το κρατεί
(1876) -
Μή του δίδεις άσπρα δόντια του παιδιού
(1920)Ερμηνεία: Μή γελάς ενώπιον του και του δίδεις θάρρος -
Μού'δειξε δόντια
(1920)Ερμηνεία: Όταν θέλη να ειπή τις κάτι και δεν το λέγει ένεκα φόβου ενώ αρχίζει να το ειπεί -
Μούδειξε τα δόντια του
(1920) -
Μούσπασε τα δόντια
(1920)Ερμηνεία: με αδυνάτισε. Παρεμφερή φράση "Θα σου δώσω μιά να σου βγάλω τα δόντια"