Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "γυρεύω"
Αποτελέσματα 127-146 από 253
-
Όποιος γυρεύγει βρίσκει
(1937) -
Όποιος γυρεύει βρίσκει
(1876) -
Όποιος γυρεύει το πολύ κι΄ αφήνει το ολίγο χάνει και το πολύ, χάνει και το ολίγο
(1915)Παραλλαγή ταύτης είναι η Ιταλική «chi lascia il fiocco per aver l΄ assai, ne l΄ uno, ne l΄ altro αυτα maϊ (όποιος αφήνει το ολίγον, δια να έχη το πολύ, ούτε το έν, ούτε το άλλο θα έχη ποτέ. (Prou. Tosc. Gius. G. Hag. 57) -
Όποιος γυρεύκει τα πολλά χάνει τζαί τα λλία
(1940)Ο απαιτητικός κινεί την οργή και χαλαρώνει την προς αυτόν συγκατάβασίν μας -
Όποιος εγ γυρέβκεται, ποττέ του εγ γιατρέβκεται
(1940)Θεραπεύεται εκείνο δια το οποίον φροντίζομεν, ενώ το αμελούμενον αποτυγχάνει -
Όποιος κοιμάται, ψωμί δε γυρεύει
Βλέπε αυτ. ομοίας: Σερβικήν, Ρωσσικήν, Πολωνικήν, Γαλλικήν, Ιταλικήν -
Όποιος φυλάει έσει, τζ όποιος γυρέβκει βρίσκει
(1940)Ο οικονόμος και προνοητικός κατορθώνει να ασφαλίση άνετον μέλλον, και ο φιλόπονος ευρίσκει πόρον ζωής -
Όπου γυρεύεται σωτηρεύεται
(1890)Ερμηνεία : Αιτείται τε και δοθήσεται υμίν, κρούεται και ανουγήσεται -
Ότις τζο ΄υρεύει να κούσει τα κροτάλε, σο μύον τζο πααίνει
(1951)Όποιος δε θέλει ν΄ ακούσει τα κροτάλια, στο μύλο δεν πηγαίνει. Κρόταλε είναι τα βαρδάρια του μύλου, που κάνουν μεγάλο θόρυβο στο άλεσμα