Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Μανασσείδης, Συμεών Α."
-
Βγάζει τα μάτια του
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1882) -
Βγαίνει από πάν' που το λάδι
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1917)Ερμηνεία: Λέγεται δια τον θέλοντα να αποδείξη αθώον κατηγορίας τινός, ενώ είναι μέτοχος και συνευδοκών -
Βγήκα ασπροπρόσωπος
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1890) -
Βγήκε ξύδια από την μύτην μου
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1880)Ερμηνεία: Όταν μετά την απόλαυσιν καλού τινός συμβή λυπηρόν τι -
Γέρος και ξένος πολλά καυχέται
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1885)Ερμηνεία: Ο γέρων διότι δεν τον ενθυμούνται, ο ξένος διότι δεν τον γνωρίζουσι, και ο είς και ο άλλος δεν φοβούνται να διαζευσθούν παρ' ουδενός -
Γήσκος του σπιτιού = ο καλός ή κακός δαίμων της οικίας. π.χ μ'επήτησεν ή δεν μ'επήκυσεν ο γήσκος του σπιτιού.
Μανασσείδης, Συμεών Α. (1920)