Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "γυρεύω"
Αποτελέσματα 113-132 από 253
-
Ο ζευγαράτ΄ υρεύει βρέδη, ο κουμνάτ΄ υρεύει ξερά
(1951)Ο ζευγάς γυρεύει βροχή, ο στάμνας γυρεύει ξερασιά. Ο μύθοε λέει : Μια φορά ήτανε δύο αδέρφια· ο ένας είχε χωράφια, ο άλλος έφτιανε κανάτια. Ο ένας παρακαλούσε το Θεό να βρέξει· ο άλλος δεν ήθελε, γιατί είχε τα σταμνιά του ... -
Ο καλόγκρος από την Ομαλά δεν είχε νου, ούτε μυαλά. Τα μικρά δεν ήθελες τα μεγάλα γύρευες, γύριζε χερόμυλο, κούνα και το διάολο
(1957)To παιδί να μην κλαίη. Λένε πως αυτό (π΄ ανοιχτήκανε να ψαρέψουνε στ΄ ανοιχτά και να την πάθανε) (βλ. Σελ. 253 ιδίου χειρ.) το ΄παθε ένας καλόγερος από τους Παξούς. Κοντά στα σπίτια των Ελλήνων -
Ο κόσμος ένε τοάφκος, πε κάτ΄ πε το βώκο μουσκάρ΄ γυρεύνα
Για κείνους που ζητούν κάτι τι εκεί όπου δεν ταιριάζει, κι αφίνουν να δουν εκεί όπου είναι ολοφάνερα. Τοάφ=αστείος λ.τ. -
Ο παπάς του Δαμαλά χωρίς νου, χωρίς μυαλά τα μικρά δεν ήθελε τα μεγάλα γύρευε. Εις το πέλαγος επιάστη και ς την Αραπιά ΄κοπιάστη. ''Ε! Παπά του Δαμαλά τα μικρα δεν ήθελες τα μεγάλα γύρευες. Τράβα ΄δα χερόμυλο κούνιε τ΄αραπόπαιδο
(1919)Επί των εχόντων μικρά αλλά καλά και θελόντνω να φάγωσι τον κόσμον αν μια της πλεοεξίας των. Ες ο παπάς όστις πλεονέκτης εν, συνελήφθη υπό πειρατών και επωλήθη εις την Αραβίαν όπου τον είχαν κι ενανάριζε αραβώπαιδα ήλεθε ... -
Ο παπάς του Δαμαλά χωρίς νου, χωρίς μυαλά τα μικρά δεν ήθελε τα μεγάλα γύρευε. Εις το πέλαγος επιάστη και ς την Αραπιά ΄κοπιάστη. ''Ε! Παπά του Δαμαλά χωρίς νου, χωρίς μυαλά. Τα μικρα δεν ήθελες τα μεγάλα γύρευες. Τράβα ΄δα χερόμυλο κούνιε τ΄αραπόπαιδο
(1919)Επί των εχόντων μικρά αλλά καλά και θελόντνω να φάγωσι τον κόσμον αν μια της πλεοεξίας των. Ες ο παπάς όστις πλεονέκτης εν, συνελήφθη υπό πειρατών και επωλήθη εις την Αραβίαν όπου προσέτι δει των χειρών, γινόμενος αίτιος ... -
Ό, τι ΄υρεύγει κανείς, το βρίσκει
(1963)Λέγεται, όταν πάθη κανείς κάτι κακό, που οφείλεται σε ανοησία του. Π.χ. «Μα ΄bόριες να μη gρεμνήσης, που σαρτοκαπάς όλη μέρ΄ απάνω στα δώματα ; Ό,τι ΄υρεύγει, λέει, παιδί μου, κανείς, το βρίσκει -
Ό,τι γυρέβκεις εν το βρίσκεις
(1940)Ευρίσκομεν το ζητούμενον αν μη βιαζόμενοι ψάχνομεν εποπολαίως -
Ό,τι γυρεύγει καθένας ευρίσκει
(1876)Επί κακού συνήθως. Παν το ζητούμενον αλωτόν · εκφεύγει δε τ΄ αμελούμενον -
Όdας πλαγι΄ζει ψωμί δε γερεύει !
(1943) -
Όλοι γυρεύαν το σεισμό κι΄ ο μαραγκός γυναίκα
(1889)Επί των εν κουνή συμφορά επιδιωκόντνων ιδίαν ευτυχίαν -
Όποιος γυρεύγει βρίσκει
(1937) -
Όποιος γυρεύει βρίσκει
(1876)