Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Φάβης, Β."
-
Άλλα λέου του καλού μου τσ' άλλα παραδέρν' ο νους μου
Φάβης, Β. (1908)Άλλα μεν λέγω, άλλα δε διανοούμαι -
Άλλα λογαριάζει ο γάϊδαρος τσ' άλλα ο γαϊδουρολάτης
Φάβης, Β. (1908) -
Άλλα μου λεν τα χείλη σου τσ' άλλα μου λεν οι φίλοι σου
Φάβης, Β. (1908)Περί ανθρώπου ανειλικρινούς -
Άλλαξε η πάπια τσ' έβαλε τα σάπια
Φάβης, Β. (1908) -
Άλλοι καλογήροι, άλλα καλυμμαύκια
Φάβης, Β. (1908) -
Άλλοι σκάβγουν και κλαδεύουν, άλλοι τραγουδούν τσαί πίνουν
Φάβης, Β. (1908) -
Άμοιξε τ' αυτιά σου τσ' έβγα όξου
Φάβης, Β. (1908)Εξυπακούεται να ακούσης τι λένε για σένα, Περί ανθρώπου φιλοψόγου. -
Άνθρωπος ο πολυβούλης, ο Θεός ο κοψοβούλης
Φάβης, Β. (1908)Πολλά μεν ο άνθρωπος βούλεται να πράξη αλλά ο Θεός αναγκάζει αυτόν ν' αποτραπή την βουλή αυτού. Η παροιμία αυτή λέγεται μάλλον περί των βυσσοδομευόντων κακόν τι, διότι λέγεται και η φράσις “Ο Θεός να κόψη την βουλή του”, ... -
Άντρα θέλει η καρδιά μου τώρα στα γεράματά μου για να ιδού στην αγκαλιά μου
Φάβης, Β. (1908)Στίχοι γελοιαστικού ποιήματος περίγραός επιθυμούσης να λάβη άνδρα -
Άντρα μου, αντρούλλη μου, αν ηξέρου π' άλλον άντρα χωραΐτη, Μωραΐτη, μαραγκό τσαί καλαφάτη τσ' άλλος δεκοχτώ νομάτους, αν ηξέρου π' άλλον άντρα να με κάψη το κουρκούτι
Φάβης, Β. (1908)Ένς άντρας έβαλε υποψία πως η γυναίκα του πάγαινε με άλλον άντρα τσαί τήνε γρίνιαζε, τσείνη έλεγε πως δεν ήξερ άλλον άντρα “τσ' α λέου ψέματα” λέει “να με κάψη το κουρκούτι, ειδέ μη να κάψη σένα, γιατί έτυχε να βράση ... -
Άντρας μου, βασιλιάς, εγώ βασίλισσα, αδερφός μου βασιλιάς, εγώ δούλα του
Φάβης, Β. (1908)Μέτοχος της ευτυχίας του ανδρός είναι πάντοτε η γυνή, τουναντίον δε η αδελφή, όσω ανυψούνται εις ανωτέραν κοινωνικήν τάξιν ο αδελφός, τοσούτω μάλλον αισθάνεται εαυτήν υπόχρεων να υπηρετή αυτώ -
Άρα μάρα τσαί κατσή καμάρα
Φάβης, Β. (1908) -
Άρες μ' άρες κουκουνάρες
Φάβης, Β. (1908) -
Άσπρα στο πουγγί, ψάρια στο βουνό
Φάβης, Β. (1908) -
Άσπρη κάτασπρη δε φελά μόν να μελαχροινίζη να ντόχη τσαί η όψη της να ροδοκοκκινίζη. Άσπρη κάτασπρη δε φελά χωρίς το κοτσινάδι σαν το ψωμί τ' ανάλατο ας τιν' τσαί σιμιγδάλι
Φάβης, Β. (1908)Γνωμικόν περί του κάλλους των γυναικών -
Αγγελιάζομαι το παιδί = εκ του ένον πιστεύεται κ καλίη
Φάβης, Β. (1925) -
Αγκάθια ΄χει στον κώλο
Φάβης, Β. (1908) -
Αγουροφάος έφαγε, οψιμοφάος δεν έφαγε
Φάβης, Β. (1908)Ο τρώγων τας οπώρας εύθος ως κατασταθώσι μόλις εδώδιμος, ουδέ ποτέ μένει άγευστος αυτών, ο δε προσμένων να φάγη αυτάς ωρίμους, κινδυνεύει να μη φάγη. Δια της παροιμίας ταύτης νοούνται κυρίως αι οπώραι εκείναι αίτινες δεν ...