Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 1077-1096 από 5885
-
Βορκάες της Αγίας Μαρίνας ωεφή του προφήτη Ηλία: Ο γρόνος εν ναν καλός
(1945)Αν στις 17 Ιουλίου, Εορτής της Αγίας Μαρίνας φυσούν βόρειοι άνεμοι και ο καιρός στις 20 του ίδιου μηνός, εορτήν του Προφήτη Ηλία, είναι συνεφιασμένος, το γεωργικόν έτος προβλέπεται να είναι καλόν -
Βού(δ)ιν που την βου(δ)ατιάσ σου τζαι παι(δ)ίμ που τηγ καρκιάσ σου
(1920)Ερμηνεία: Καρκιά = καρδιά -
Βούννου βούννου, δουλαππάτζιμ μου, να κάμης την όντζιάς σου, να φας την καυκαλιάς σου βρε λοϊζή που είσαι τζαί γυρίζεις, τζ΄εν έρκεσαι να φας όρνιθα με το ρίζι!
(1940)Ερμηνεία: Τας φωνάς της ακούσας ο Λοϊζής, ελθών κοντά της, είδε τον τρίμματον, και τον συνέλαβε. Εις τον Πεδουλάν υπάρχει τοποθεσία Τρίμματος την περί του οποίου παράδοσιν -
Βούννου, βούννου δουλαππάτζιμ μου να κάμω το νημάτζιμ μου να πα να κατουρήσω βρε λοή
(1940)Νημάτζιμ μου = παμπάτζιμ μου. Η παροιμία, κατά την παράδοσιν οφείλεται εις το εξής; Κάποτε ένα κορίτσι που έκαμνε την νύχτα “ δουλάππιν “ διέκρινε κάτω από τον σοφά τα ποδάρια ενός κλέπτου. Αντί να φωνάξη ήρχισε να τραγουδά ... -
Βούννου, βούννου, βρε λοή
(1940) -
Βούρα θκειέ Κκαντη τζ΄ έμπέηκεν τζ' εν ι – βκαίνει
(1940)Ερμηνεία: Όταν συναντώμεν δυσκολίας και η βοήθεια άλλων είναι απαραίτητος. Προήλθεν εκ του ό,τι μιάς παλαβής το χοιρούδιν εδοκίμασεν να εξέλθη από το δωμάτιον, και έβαλε το κεφάλι του εις το άνοιγμα της πόρτας, χωρίς να ... -
Βούς δικός του, όπου θέλει δήννει τον
(1940)Ο έχων κάτι διαθέτει αυτό κατά βούλησιν μόνος ων υπεύθυνος -
Βούς να μεν ετζημώννε τουτζ τζαί γεναίκα να μεν εγένναν, ποττέ της εν εγέρναν
(1930)Τζημώννω=καμώ, φιμώ, θέτου κημόν εις το στόμα του ζώου, δια τα μη τρώγη -
Βουθά η κουμέρα της η Λαμπρού
(1940)Προέκυψε από τον μύθον καθ' όν οκνηρά και ανόητος γυναίκα, αντί να νήθη, όπως η τότε συνήθεια, έρριπτεν εις την φωτιάν το βαμβάκι, που έπρεπε να κλώθη. Εις κάποιοαν ερντήσασαν αυτή μόνη δεν εργάζεται απήντησεν οτι ετελείωσε ... -
Βουλλωμένον κολοκούδιν, ξέρεις ειντάση μέσα;
(1940)Ερμηνεία: Του αγνώστου εις ημάς δεν γνωρίζομεν τον χαρακτήρα -
Βουνόμ με βουνόν εν ι – σμήγει
(1940)Ερμηνεία: Ο άνθρωπος δυνάμενος να μετακινηθή, δύναται κάποτε και να συναντηθή μετ΄ άλλου -
Βουρά παπά τζαί φτάνω σε, παρπάτα τζαί θωρώ σε
(1940)Ερμηνεία: Καθ΄ας περιπτώσεις επειγόμενοι να περατόσουμεν υποθέσεις μας επιφορτιζόμεθα και άλλας επειγούσας. Βουρώ = σπεύδω -
Βουρώ σαν τολ λαωμένον της Φραγκούς
(1940)Δι' όσους πηγαινοέρχοντα εμφρόντιδες δι' επειγούσας υποθέσεις -
Βρέχεται ο βάτραχος;
(1940)Ο βάτραχος είναι αμφίβιον ζώον. Ο εν ηθικώ βορβόρω ζων δεν βλάπτεται διαπράττων αξιόμεμπτόν τι ή αναστεφόμενος ανυπολήπτους