Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "γάτα"
Αποτελέσματα 106-125 από 132
-
Τατάντσε η κάτα σ' άλειμμα; Αβ ζάπτι τζο 'ίνεται
(1951)Γλυκάθηκε η γάτα στο βούτυρο; Ξανά δεν περιορίζεται -
Τη Βαρδά η κάτα
(1911) -
Τη κάτας το σκατόν είπαν βοτάν εγέντονε, εχτάλεψεν κι ετσούπωσεν άτο
(1877)Ερμηνεία: Επί εκείνου όστις δεν παρέχει τι εις τους άλλους άμα γνωρίση ότι έχουσι χρείαν τούτου -
Τηγ κάταν είπαν “το σκατόσ σ εν γατρικόν” και εχτάλεψεν και έθαμέν άτο
(1874)Τη γαλή είπον φαρμακόν έστιν η κόπρος σου ηδέ κατώρυξεν -
Την κάταν είπαν άτεν το σκατό 'δατρικόν εν κ' εκείνε εκλώστεν ετσίλίαξεν άτο
(1931)Της είπαν “γιατρικό είναι” κ' εκείνη γύρισε πίσω και την σκέπασε -
Την κάταν είπαν άτεν το σκατό σ' μούσκον εν κ' εκείνε πα εχτάλεψεν κ' εφόσιξεν άτο
(1931)Είπαν 'ς τη γάτα η ακαθαρσία σου είναι μόσκος, κ' εκείνη έσκαψε και την έχωσε -
Την κάταν είπανε “βοτάν' εγέντον” κ' ετσούπωσεν άτο
(1918)Είπανε 'ς τη γάτα “το σκατό σου είναι μόσκος” κ' εκείνη έσκαψε και το χωσε. Αχταλεύω εκ του τουρκ. αχταρμάκ = φοσσίζω, σκάπτω λάκκον και κρύπτω τι εντός, από του ουσ. φοσσίν (λατ. Fossa), (βλ. παρά Δουκαγγίω φοσσίον) λάκκος