Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "καβαλλικεύω"
Αποτελέσματα 1-20 από 38
-
Ακόμα δεν καβαλλίκεψε τα ποδάρια του τάραξε
(1915)Ερμηνεία: Εις την γένεσιν της παροιμίας ταύτης αφορμήν έδωκε τις ο οποίος πριν αγοράση ίππον και ιππεύση εκίνει τους πόδας ως έχων αυτούς εις τους αναβολείς -
Εκαβάλκεψεν τα πουλούλια
(1911) -
Κάλλιο να καβαλικεύω γάϊδαρο παρά κουτσό μούλαρο
Ερμηνεία: Επί των αρεσκουμένων εις τα μικρά παρά εις τα μεγάλα