Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βρωμώ"
Αποτελέσματα 1-20 από 61
-
Αού μπρος βρωμεί βρουλιές τσ' αού πίσω κατρουλιές
Βρουλιές = κόπρος, σχοινίον λίαν αδύνατον εκ βρούλλων -
Απ' όπου κι να τουν πιάης βρουμά
(1911) -
Απ' οπ' να τε bιάσεις, βρωμίζεσαι!
(1943) -
Από καλούθε δε βρωμεύεται
(1876) -
Από σοι (ει) δύσκολα ξεπέφτει
(1876) -
Ας μυρίζουν τη μπογάδας κι ας βρωμούν της απλωσιάς
Ερμηνεία: Επί των απλώς επιδεικνυομένων καθαριότητα -
Βρωμά και ζένει
(1880) -
Βρωμά και ζέχνει;
(1880)