Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "αυξαίνω"
Αποτελέσματα 1-20 από 23
-
Αξαίν ου γάϊδαρους, κουνταίν του σαμάρ
(1926)Λέγεται όταν παχύνη τις, αυξάνει σωματικώς , ενώ αντιθέτως τα ενδύματα του μικραίνουν -
Αξαίν το γαϊδουράκι κονταίν το σαμαράκι
Ερμηνεία: Επί εκείνων εις ους δεν χωρούσι τα ενδύματα ή υποδήματα όταν μεγαλώσωσι -
Αξαίν' το γομάρ, κονταίν΄ το σαμάρ
(1913) -
Αξίναν πελεκάς πέταξ' τατά κούρβαλου
(1876) -
Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε
(1943) -
Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε
(1876) -
Θ' αξήνη για να ανθίση
(1876) -
Το γαϊρίδι να 'φξήσει, το σαμάριν dου κοντεύει
(1952)Ο γαϊδαρος αν μεγαλώσει, το σαμάρι του κονταίνει. Το ίδιο λεγόταν και αλλιώς : Ηύξησεν dο γαϊρίδι, το σαμάρι μουτσουκιένε = έγινε μουτσούκκο, μικρό