Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 11
Εβράσιηεν, εγίνεν σούπα λούμα
(1925)
Διάβροχος
Έγινα σούπα (ή σουπουδι)
(1920)
Ερμηνεία: Διάβροχος εκ καταραντισμού, εκτεθείς εις βροχήν
Τρώς, άρρωστη, σούπα ή τσουρβά;
(1902)
Και τυφλώ δήλου
Όποιος πιή ένα ποτήρ' κρασί ύστερ' απ' τη σούπα, κλέβ' μιά λίρα απ' τη τζεπ' του γιατρού
(1916)
Σημείωση: Διότι το κρασί ωφελεί μετά την σούπαν πινόμενον
Τζαί πότε σούπα Μουσταφά, τζαί πότε μούπες λέπ' αγά μου!
(1940)
Πότε εζήτησα χάριν τινά και είχα καταφατικήν και πρόθυμον απάντησιν
Όποιος φυλάει το νουdά, τρώει και το τσουρβά
(1963)
Ερμηνεία: Όποιος βοηθά κάπου, συχνάζει κάπου, κάτι θα ωφεληθή, θα προτιμηθή από άλλους...
Νουdά = οντάς, τσουρβά = σούπα (λέξεις τουρκικές)...
Νουdά = οντάς, τσουρβά = σούπα (λέξεις τουρκικές)...
Σ ση σουρβάν π'εκάεν φυσά και το ξύγαλαν
(1931)
Ερμηνεία: Όποιος κάηκε 'ς τη σούπα φυσά και το γιαούρτι...
Παραλλαγή: 'Σ ση σουρβάν π' εκάεν εφύσεσεν και 'ς σο ταν...
Παραλλαγή: 'Σ ση σουρβάν π' εκάεν εφύσεσεν και 'ς σο ταν...
Όποιος κάθεται στο νουdά, τρώει και το τσουρβά
(1963)
Ερμηνεία: Όποιος βοηθά κάπου, συχνάζει κάπου, κάτι θα ωφεληθή, θα προτιμηθή από άλλους...
Νουdά = οντάς, τσουρβά = σούπα (λέξεις τουρκικές)...
Νουdά = οντάς, τσουρβά = σούπα (λέξεις τουρκικές)...