Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 109
Κόβκει αγκούρες
Σημείωση: Αγκούρα = μεγενθυτικόν του αγκούριν
Ήρτεννά μας κόψη κάμποσες λουβάνες
Λουβανιτσής = ο καυχηματίας
Ούτ' ακρονκιά κλερονομιά, ούτε το φίτσ'ομ πάντα
Λέγεται διά το ευμετάβολον των ανθρωπίνων
Ο άρκος έφαεν τζ έβρασεν, ο φτωχός έφαεν τζ' ερίασεν, άρκος εποταξάρωσεν τζ' ο φτωχός έβρασεν
Ερμηνεία: Ο πλούσιος φαγών τα πολυποίκιλα φαγητά και πιών οινοπνευματώδες και άλλα θερμαντικά ποτά, εθερμάνθη. Ο πτωχός όμως φαγών το λιτόν φαγητόν του και μη πιών άλλο ειμήν ύδωρ μόνον, εκρύωσεν, αλλά κατόπιν που ήρχισε ...
Έφυεν άρατος
Άρατος (ο) =δεδιωγμένος (Μητιά) σημ. i άπρακτος
Εκατάπκιεν το φτύμμαν του που την αντροπήν του
Φτύμμαν = σίελος
Γάαρος οκνιάρης εν' τζαι βαρυγομαρκάρης
Ερμηνεία: Επί των βαρέως φωρτονομένων οκνηρών
Εκοπήκαν τα τέρμινά μου
Τέρμινά = τα άκρα
Θέλει νουν τσ' ανανούν
Νουν και πάλιν νουν = πολύς νους ή είναι φρόνιμος και ηθικός