Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-2 από 2
Εγύρισε ξερός κι' αδράπανος
Αδράπανος = άδρεπτος, αθέριστος
Επήρε τ' αποχυλωμένα του (κι' έφυγε)
(1927)
Έφυγε όπως όπως, παίρνοντας τα βρεμένα ρούχα. Όπως οι γυναίκες, αίτινες συλλέγουσι τα προς πλύσιν ρούχα και επανέρχονται από τον ποταμόν εις το χωριόν