• Ελληνικά
    • English
  • English 
    • Ελληνικά
    • English
  • Login
Search 
  •   Homepage
  • Search
  •   Homepage
  • Search
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.

Search

Show Advanced FiltersHide Advanced Filters

Filters

Use filters to refine the search results.

Now showing items 1-10 of 61

  • Sort Options:
  • Relevance
  • Text Asc
  • Text Desc
  • Time Recorded Asc
  • Time Recorded Desc
  • Results Per Page:
  • 5
  • 10
  • 20
  • 40
  • 60
  • 80
  • 100
Thumbnail

Eν Μάνη οι Καλλικάντσαροι λέγονται Αρουρίται ς΄ Λυκοτσαρδοί κ’ λυκοτσάντσαρος Καλλκάντσαροι παραλείποντες τους διαφόρους τύπας της λέξεως, των παραγωγών κ αρχών αυτή, ης άλλων περί αυτή γραμάντων περτοριζόμεθα μόνόν ς΄ την σημασίαν τη Εν Μάνη λέξεις Λυκοτσαρδή. Αι λέξεις Λυκοτσαρδή κ’ Λυκοτσάντσαρη είναι σύνθετη εκ του λύκου τσαρδή-κάντσαρος. Αλλά τι σημαίνουν οι τσαρδοί κατά Τσάνταρος. Εν τη Μάνη υπάρχει η λέξη τσερδώνω, όπερ σημαίνει σκεβρώνωφ συστέλλομαι, και λέγεται επι των συστελλομένων σανίδων υπο της ζέστης. Κατά ταύτα Λυκοτσαρδή είναι ο ζαρωμένος, ο κατεσκληκής λύκος κ' ιδίως λυκοτσαρδοί λέγονται οι λυκιδές, τα λυκόπουλα κι μεταφορικά επι ανθρώπων ισχνώ. Επειδή δε ς΄ οι Καλικάντσαροι θεωρούται κ' πιστεύονται ως όντα ισχνά η Λυκοτσαρδή σημαίνει όν τι ισχνού. Αλλά και η λέξη Λυκοτσάντσαρη συμπίπτει προς των λυκοτσαρδή. Διότι το δεύτερον μέρος του Λυκοτσαντσάρου υποθέτομεν ότι σημαίνει τον κάνθαρον. Λυκοτσάντσαρος λοιπόν είναι λύκος έχων ίσως το σχήμα καθάρον ισχνού. Όπερ δε κι αν έχη το πράγμα εν Μάνη εν χρήσει υπάρχει η Ελληνικοτάτη λέξη Αρορίτης.Οι Αρορίται εμφανίζονται ς' των γών εκ και εν τη άλλη Ελλάδι κατά τα Δωδεκαήμερα, ήτοι από τη παραμονής του Χριστώ γεννήσεως μέχρι των Θεοφανείων. Πιστεύονται ότι έχουσιν όνυχας μεγάλους και κόμην μακράν. Δι αυτήν φοβούσιν αι μητέρες τα τέκνα των. Ότε των παραμονίων του Χριστού Γεννήσεως κατασκευάζουσι τελη νίδα, ίνα μη αυτά ζητώσι να φάγωσι λέγασιν ότι έρχονται ου Αρορίτες. Τας τηγανίδας κατασκευάζουσιν αι γυναίκες την νύκτα τα μεσάνυκτα, διότι αν κάμουσιν αυτά την ημέραν οι Αρορίται εκ τη σκέπης τη οικία κατοικούσιν κ' του τέντσερεν το κακκούβι. Οι Αρορίται φοβούνται την αγιαστούραν του ιερέως. Φεύγετε να φύγουμε γιατ’ έρχεται ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και τη βραχτούρα του. Έβγα μάννα μου γλυκειά μ’ένα δαύλαρο φωτιά κ’ ένα κομμάτι πίτα και φεύγατε να φύγουμε να πάμε ς΄ το Κουσκούνι γιατ’ έρχεται ο Βασίλαρας σαγ κουρεμένο γρούνι. Φοβούνται προς τούτου κ' τα μαύρα ζώα, εν ένεκα δεν πλησιάζουσιν ς' τας έχοντας τοιαύτα ή επ’ αυτών οχουμένας. Αλλαχού πιστεύουσιν ότι ο μαύρος πετεινός είναι φοβερός ς΄ του Καλικαντσάρου πιστεύουσιν έτι ότι οι απαντώντες ς' των πρόσκλησιν των αρορητών γίνονται άφωνοι. Άλλοι Αρορίται φοβούνται και το φώς. Περί τούτου διηγούνται το εξής Άνθρωπος τη εν ώρα νυκτός μετέβαινεν ς' το χωρίον. Φοβηθείς μη καθ’ οδόν καταληφθή υπο Αροριτών ανέβη εις τον ημίονον κ’ εξεπλώθη η πανωσόμαρο. Οι Αρορίται είδον τον ζώον κι πλησιάσαντος αυτό έλεγον. Να το να μελεύρι να πη τ’ άλλο μπλείρι και το πανωσόμαρο που ναι ο γάιδαρος ο νοικοκύρης; Ο χωρικός ήκανε τα ομιλία των, αλλά δεν ωμιλεί. Το ζώον επροχώρει έως ου φθάσην η την οικίαν εστάθη. Τότε ο χωρικός λαβέν θάρρος εφώναξε δυνατο προς των γυναίκατον "έβγα με τη ρούτα και μ’ ένα δαυλί φωτίαν". Ταύτα ακούσαντες οι αρορίται εγίνονται μέσως άφαντοι. Εντεύθεν όταν ακούσειν ότι έρχονται αρορίται ρίπτουσι δαυλί προς απομάκρυνσην αυτών. Πιστεύεται ότι μεταββάλονται εις Αροσίτας τα γεννώμενα κείνα τη 25 Δεκεμβρίου, ημέρα της του Χριστού γεννήσεως. Επειδή τα τοιαύτα συλλαμβάνονται εντή μέτρα τη 25 Μαρτίου τη αγία κ μεγάλα ημέρα του Ευαγγελισμού, είναι γεννήματα ανομίας κ’ ασεβείας, πιστεύουσιν ς' των μεταμόρφωσιν ταύτων. Τοιαύτη πίστις επικρατεί εν Ζακύνθου. 

Νεστορίδης, Κ. (1921)
Thumbnail

Σαμπιέρης ιχθύς έχων εκατέρωθεν βάλλαν ίναν προς δάκτυλον, άγριος ών έγην ήμερος συλληφθές υπό του Αποστ. Πέτρου. Έκτοτε εφύλαξε και το σημείο των δακτύλων του. Ψάρι νοστιμώτατον. 

Νεστορίδης, Κ. (1894)
Thumbnail

Τα τελώνια εν Μάνη έχουσι ιδιότητα ή μάλλον δύνανται να διαιρεθώσιν κ τελωνία της ξηράς κ’ εις τελώνια της θαλάσσης. Τα Τελώνια της ξηράς του αέρος είνε πνεύματα, όντα φανταστά αφαιρούντα τον τε ανθρώπων. Όθεν όταν λέγωσι τον πήραν τα τελώνια εννοούσιν ότι αφηρέθη τον νοού. Κει πάς δε μωρή άνθρωπος τελώνιο καλείται υβριστικές. Φαίνεται όμως ότι και εν Μάνη επικρατεί η πίστη ότι τα τελώνια κατοικούσαν εν τω αέρα, όπου ιστάμενα ζητώσι ν’αρπάσωσι τας ψυχάς. Πόθει δε η αρχή των τελωνίων έγραψε περί τούτον ο Schenidt εν τω πολλάκις μνημονευθέντα συγγράματα (σελ. 171)Διάφορα των τελωνίων τη ξηρά είναι τη θαλάσση. Τα τελώνια ταύτα σπώσι τα σχοινιά των πλοίων, ωθούσην αυτά ευρισκόμεθα ηγκυροβολημένα εις το πέλαγος. Εάν δεν είναι εν τω πελάγει, εμποδίζουσι τα πλοία να πλεύσουν ίστανται επί τω ιστώ εις σπινθάρες. Κατά των τελευταίων των ιδιότωτα ομοτάζουσι προς τους Διοσκούρος εμφανιζομένη εις αστέρας διάττοντες ‘ς προσαλλόμενη εις τα πλοία. Θεερούντο δε ανθρώπων σωτήρ επί ξυρού ήδη εόντων. 

Νεστορίδης, Κ. (1921)
Thumbnail

Παραλειποντες τα περί των διαφόρων ονομασιών εκ τη παραγωγές της λέξεως Βρικόλακες περί ών άλλοι προ ημέν έγραψεν, θα είπε μεν μόνον ότι λέγεται ή πιστεύεται εν Μάνη περί Βρυκολάκων. Ως εντή άλλη Ελλάδι ούτω εν Μάνη πιστεύεται ότι εκείνη γίνονται βρυκόλακες, όσοι διήλθον τον βίον των εν αμαρτίαι. Υπόδειξε αυτών είναι τα σώματα, τα οποία μένουν άλειωτα και ευρίσκονται κατά των ανακομιδιών εκ ετάφησαν σώα εις αβλαβή. Βρεκολακάζουσι δε κ εκείνη, οίτινες απέθενον αφορεσθέντες μη τυχόντες συγχωρήσεως. Βρεκολακιάζουσι προ τούτους εκείνη ών το λείψαναν διεσκάλισε γαλή. Αιτία τούτου είναι ότι η γαλή θεωρείται ως πονηρόν πνεύμα, ως διάβολος. Βρεκολακάζουσι δ’επίσης κ’ τα νήπια, τα οποία αποθνήσκουσιν αβάπτιστα. Πιστεύουσιν ότι κ’ οι αλλόθρησκοι κ’ Τούρκος βρεκολακιάζουσι μεταβαλλόμενος. Οι Βρεκόλακοι εξέρχονται μετα θάνατον τν μνημείων ‘ς την ημέραν συνήθη όμως κατά πάσαν ετέραν πλήν του σαββάτου, διότι τότε γίνεται λειτουργία δια τας ψυχάς και ο θεός έχει αυτής επί του τάφου. Δια τούτο τα σάββατα είναι αβλαβές ως αναφέρει κι ο Καρναφόν. Εξερχόμενος δε επισκέπτονται τους ειδικούς των πειράζοντες κι βλάπτοντες αυτούς. Συνήθως δε τρώει ότι ευρίσκωντε και τρώει ως σκύλα. Εντεύθεν κ η παροιμία λάφτει δεν τον βρεκόλακα. Ούτω λέγεται ότι Βρεκόλακας είχε την συνήθειαν να μεταβαίνη κατά πάσαν εσπέραν ‘ς την οικίαν τον κ’έτρωγε τον χυλόν ζεστόν δια των χειρών του λαμβαίνων αυτού, όν η γυναίκα του έθετε επί του λιακού. Η γυνή εννοήσανα τούτω προσεκάλεσε τους αδελφούς του, ήτινες νεκροφυλαλήσαντες συνέλαβαν αυτόν επειδή ο Βρεκόλακας τους παρακέλεσε να μη τον κακωνήσει, την διέταξαν να μεταβή ‘ς βουνού και εκεί να μένη ήσυχος χωρίς να βλάπτη μηδένα, να παίζη δε όργανον όταν διέρχεται διαβάτες. Ότι οι Βρεκολάκοι βλάπτουσι τους οικείους την καταφαίνεται εκ της κοινές παροιμίας.: <Ο βρεκόλακας τη γενειάτου κυνηγάει> Εν Κρήτη άλλοτε δε καταχανάδες, ονομάζονται οι Βρεκόλακοι ερήμουσαν ολόκληρον χώρτον. Εν Χίω πιστεύουσιν, ότι ο Βρεκόλακας εν καιρώ νυκτός κτυπά την θύραν φωνάζει ένα των οικούντων ‘ς του αρπάζει την φωνήν του εν απαντήση. Αλλά τούτο εν Μάνη αποδίδονται εις τα φαντάσματα. Κατά τον Καρναφόν ο βρεκόλακας συνέρχεται κ με την γυναίκα του κ καθιστά αυτήν έγκυον. Έκ τινός παραμυθείου του Παπαγιάννη δημοσιεθέντως εν Παρνασσώ(τομ. 16, 540 κ εξής)ο βρεκόλακας ξακλήρτασεν ολόκληρον οικογένεια ιερέως. Οι βρεκόλακοι διαμένουσι συνήθως εντόπους ερήμους ή εις κοιλάδας, ούτως εν τη κολάδι Κατσκούν, ή Χώσιαρη. Εν τω δήμω Καρνουπόλεως παρά την οδόν την άγουσαν εκ Γυθείου κ’ Αρτόπολιν εβλέπετε βρεκόλακκας περιπάτων επί τω πλιτύων του βουνώ κ’ φ΄ρουν ράβδον μεγάλην. Εξαπέστειλε δε αυτόν εκεί αρχιερεύς εξορκίας αυτόν εν τω Λιμένι της αρεπόλεως. Εν οιτύλω υπήρχε τοποθεσία λεγομένη του Βρεκολάκου, διότι επιστεύετο ότι εκεί κατώ κουν Βρεκόλακες. Εν Καβάλω ημέρας κει νυκτός επί εβδομάδα ολόκληρον Βρεκόλακας ή φάντασμα ελτθοβόλει αοράτης δύο παίδας άρρενα κ θήλιν ποιμαίνοντας κ’ ανθρώπους εάν ήσαν. Μετά τρείς λειτουργίας απηλλάγησαν του πειρασμού τούτου. Η θεά του Βρεκόλακα εμποτεί φρίκων, διότι είναι μικρός, εις μαύρον είναι κ εν τω τάφω σωμάτων. Εντεύθεν λέγεται είναι μαύρος σα βρεκόλακας ή ,μαυρίζει σα βρυκόλακας είναι δε πλήρεις μίσους. <τους βλέπεις καταλερωμένους σα βρεκολάκους άγριους>. Κατά τον Καρναφόν έχουσι και πτερά. Πολλάκις εμφανίζονται υπό την μορφήν ήν είχον ζώντες. Όταν γίνηται ανακοσμίδη, και γίνεται πάντοτε εν σαββάτω, εάν ο αποθανών ειρεθή άλυωτος, άλλοτε ερρέντιζον αυτόν οι ιερείς δε αγιασμού τώρα μεταθέτουσι κι θάπτουσιν αυτώ άλλο μέρος. Η αρχή και βάση της πίστεως εις τον βρεκόλακα ειρίσκονται εν τη άρχει ότης. Ούτως εντώ Φαίδωνι του Πλάτωνος αναγιγνώσκομεν ότι αι ψυχαί των κακών ανθρώπων προ τιμωρίαν δια την προτέραν ζώου κι σκία περιπλανένται περί τας τάφους. Κει η ψυχή των βιαίης αποθανόντων περιτοστεί την γήν , των δε ατάφων μενόντων η ψυχή περιφέρεται περί το άταφον σώμα, ως δήλον εκ τω Ομησοκιώ ποιημάτων. Είδομεν ανωτέρω ότι κατά τον Καρναφώνα Βρεκόλακοι συνέρχονται μετά των γυναικών και καθιστάσην από τας εγκύμονας, αλλά τούτο επιστεύεται κ εν τη αρχαιότητα. Ούτω το φάσμα του ήρωα αστραβάκου συνήλθε μετα τη γυναίκα του Αρίστωνος, εξ ή εγεννήθη ο Δημόφαντος. Περί άλλων ομοιοτάτων περ’ημών βρεκολάκων προς τα αρχαία φάσματα βλέπεται ο βουλόμενος του Schmidt εν τώ πολλάκις μνημονιθέντα συγγράμματα. 

Νεστορίδης, Κ. (1921)
Thumbnail

Να σε φάη ο μαύρος λίλικας και του Τσιρίκου το στοιχειό. [Ερμήν : Είδος αράπ. Το Τσίρικο εν Κυνουρία παρά τον άγιον Πέτρον και το Βεργωρή εν Αραχώβη της Λακεδαιμονίας. Τοποθεσία ένθα επιστεύετο ότι υπήρχε στοιχειό.] [Σημείωση : λίλικας= είδος μικροτάτης σαύρας κυνηγούσης τας μνίας.] Να σε φάη ο μαύρος λίντσικας και το στοιχειό του Βεργωρή. (βλέπε. Ανωτέρω-αυτόθι-Αράχωβα). 

Νεστορίδης, Κ. (1921)
Thumbnail

Αλαφροαίματος ο βλέπων φαντάσματα εν Κρήτη αλαφρόστρατος (Βλαστόν Κρητ. γάμον) αλαφρόεισκιος Μ. Μάνη ενίοτε ούτος σύνηθες = λωβός αδύνατος. 

Νεστορίδης, Κ. (1895)
Thumbnail

Εάν εν καιρώ ακούσωσι φωνών ιδίως ούριασμα πιστεύεται ότι προέρχεται εκ φαντασμάτων. Εάν απαντήσωσιν ς την φωνήν, αποβάλλουσιν την ομιλίαν των (εν Σύμη) εάν τη εν καιρώ νυκτός κατά τα μεσάνυκτα δεν πρέπει ν’ απαντήση ς την φωνήν κ την πρώτην κ δευτέραν πρόσκλησιν, διότι το στοιχειό του παίρνει τη φωνή του. Εάν θέη τη να προβολήση κατά φαντάσματος, πρέπει να πυροβολήση δια της αριστεράς χειρός. Όπλον κατά των φαντασμάτων είναι μαχαίρι κι ψωμί, τα οποία κι ς τα μικρά παιδιά θέτουσιν, όταν τ’ αφήνωσι μόνα. 

Νεστορίδης, Κ.
Thumbnail

Όταν ο ιερεύς λέγη από του ιερού τας θύρας τα δύρα, ο πάσχων εκ του εφιάλτου της μώρας λέγει εγώ καρφώνω τη στρίλα. Πιστεύουσιν ότι καθ' ην ώρα ταύτη ο ιερεύς ο Μιχαήλ Αρχάγγελος αποδιώκει τας δαίμονας. 

Νεστορίδης, Κ.
Thumbnail

Όταν κτίζεται οικία, σφάζουσιν εις τα θεμέλια πετεινό ή αρνίον φια να στοιχειωθή στερειωθή το σπίτι. Εν Σύμη σφάζουσιν όρνιθα δια να μη αποκτήση η οικία στοιχειό. 

Νεστορίδης, Κ. (1921)
Thumbnail

Ο Διάβολος, ο εχθρός παντός καλού, ο αρχηγός του ψεύδους και της απάτης εν Μάνη είναι πολυώνυμος. Ούτως ονομάζεται διάβολος ή διάολος, διάβοτσος, ή διάοτσος, αναθεματισμένος, διάτανος, διάσκαντσος, κατηραμένος, τρισκατάρατος. Ο έχων κέρατα καλείται δικέρης, τρικέρης. Ως μισήν το καλόν μισόκαλος, τριδάκακος, εχθρός. Εκ του χρώματός του ονομάζεται Μαύρος. Κατ’ ευφημισμόν άνεμος, ανεμόγαρος, ο έξω απ’ εδώ η κρενικής ο καλός άνθρωπος. Υβριστικώς καλείται Σκατογένης. Ως αρχηγός των πονηρών πνευμάτων καλείται Βερζεβούλης ή Μπερζεβούλιος ή Εωσφόρος. Αν επωνυμίαι αυταί ελήφθσαν εκ της Αγίας Γραφής. Ούτως ο μεν Βερζεβούλ αναφέρεται εν του Ευαγγελίου ο δε Εωσφόρος εν τη Π.Δ. παρ. Ησαΐα, παρ’ ω λέγεται ότι εξέπενεν από της αγγελικής αυτού θέσεως κ εκλείσθη εις του Τάρταρον. Ο Διάβολος διεγείρει τους ανέμους ιδίως κ τους ανεμοστροβίλους, τους σίφωνος και τούτο πιστεύεται κ εν Αραχώβη.» Ως τοιούτος θεωρούμενος καλείται άνεμος και η κατάρα. Στον άνεμο να πάη ή να τομ πάρ’ ο άνεμος εννοεί τον Διάβολον. Πας τόπος άγριος κι δύσβατος, πάντι λαγκάδα φοβερά και παν σκοτεινόν τη ερεβώδες σπήλαιον είναι κατοικία του Δαίμονος. Ούτως εν των Δήμεν, Μαλευρίου παρά των Πιλάλαν υπάρχει σπήλαιον Βελορίνα καλούμενον, όπερ θερούσιν ως κατοικίαν των δαιμόνων. Όθεν κ εν κατάραις λέγουσι. Να τον πάρου εκείνος που είναι ‘ς τη Βελορίνα. Η μεταξύ Λιβέρδου κ Κονακίου λαγκάδα καλείται του Διαβόλου λαγκάδα. Κατά τον Καρναφών τρομερά δίοδος παρά το Ταίναρον καλείται του Διαβόλου. Πάσης κακής πράξεως αίτιος είναι ο Διάβολος. Όθεν περί ανθρώπων ούτως είναι έτοιμος να διαπράξη κακόντι λέγουσιν ότι τον καβαλλίκεψεν ο διάβολος όταν δε πρόκειται να γίνη έρη και φόνος λέγουσι: τώρα θα χορέψη ο διάβολος. Προς εκτέλεση των διαταγών του μεταχειρίζεται ως υπηρέτης του εν αυτούς, οψ ο λαός παιδιά του Διαβόλου διαβολόπαιδα ονομάζει. Και επειδή δεν γίνονται παιδιά άνευ γυναικός έπλασαν ότι ο διάβολος έχει κ γυναίκα, όθεν λέγεται εν κατάραις, Σ’ του διαόλου τη μάννα. Οι υπηρέται αυτού τα διαβολόπαιδα συνέρχονται κατά πάσαν νύκτα υπό δένδρον, όπου ο αρχηγός αυτών καθήμενος ακούει τα κατορθώματά των. Επειδή δε άνθρωπος τινες εκ φύσεως η ανατροφή είναι κακός και διεστραμμένος λέγονται ότι είναι άνθρωποι του διαβόλου. Και τοιούτος πιστεύονται ξανθότριχες, όθεν και η παροιμία Κόκκινη τρίχα διαβόλου κατοικία. Οι δυστύχημάτι παθόντες οι ανάπηροι πιστεύονται ότι έπαθον υπό του διαβόλου και ες γνώρισμα αυτών εσημείωσαν αυτούς, όπως γιγνώσκωνται ότι ανήκουσιν ες το τάγμα του. Εντεύθεν και η παροιμία: Από σημειωμένους φεύγε και καταριέσου. Ο Διάβολος έχει την δύναμιν να μη λαμβάνη διαφόρους μορφαίς και ιδίως μεταμορφούται ες σκύλον, οι πιστοί αποφεύγουσι προσευχόμενοι. Κατά τον guilletiere ο διάβολος εξήρχετο εκ του παρά το Ταίναρου σπηλαίου καθ’ εκάστην κ κυνήγιος μεταμορφούμενος ες κύνα. Η παράδοσις αυτή φαίνεται ότι διεσώθη εκ της αρχαίας μυθολογίας, καθ’ ων ο Ηρακλής εξήγαγεν εκ του Άδου τον κύνα, τον Κέρβερον. Ο Διάβολος καιτοι μισόκαλλος μισεί και βδελύττεται τους κακούς και τιμωρεί αυτούς μετά θάνατον. Ούτως αρχιερείς τον αποθανών διέταξε να θαψώσι παραυτώ κει την ποιμενικήν ράβδον. Ο νεκροθάφτης, ότε έθελεν αυτήν εν τω θάψω παρετήρησεν ότι ήτο πολύ βαρειά. Την νύκτα μετ’ άλλων μετέβη ες τον τάφον όπως αφαιρέση την ποιμενικήν ράβδον, ήτη έγεμε λιρήν. Αλλ’ ότε ανέσκαψε τον τάφον είδεν αυτή κει οι άλλος δύο διαβόλους καθήμενος επί του νεκρού κ εξάγοντος τα χρήματα εκ της ράβδου και χώνοντας αυτά ες το στόμα του αρχιερέως. Οι βλέποντες ταύτα ανεχώρεσαν έντρομοι. Τα κέρατα του Βεερζεβούλ είναι υπερμεγέθη. Εντός αυτού υπάρχει πίσσα και εν αυτοίς τιμωρούνται οι αμαρτωλοί. Πριν οι δαίμονες εξέλθωσι την νύκτα εκ του Άδου, βυθόζουσι τους αμαρτωλούς ες τον ποταμόν τον πυριγλεγέθοντα προς ασφάλειαν αυτήν. Αλλά εκ την ημέραν εξέρχονται οι δαίμονες, αφού προς τούτο λάβωσι την άδειαν. Τη δύναται ν’ αντιστή κ του διαβόλου τους πειρασμούς. Το δε δύναται να καταβάλη τον πανίσχυρον, κ του εχθρού του ανθρώπου; Οι δε και όμως ευρίσκονται άνθρωποι οίτινες καταβάλλουσι αυτού ή πιστεύονται ότι τον καταβάλλουσιν. Το εξής παραμύθιον μαρτυρεί περί της δυνάμεως την έχουσιν άνθρωποι να καταβάλωσιν αυτόν. Ο καταβαλέν τον διάβολον Μαρούτσος. Δεν είναι πολλά χρόνια αφ’ ότου ο Μαρούτσος από τη Λάγεια ενίκησε το Διάβολο. Ο Μαρούτσος επέστρεφεν από τα Δημαρίστικα ες το χωριό του τη λάγεια. Όταν ανεχώρει είχεν ο ήλιος δύσει. Ες το δρόμο απάντεσε ένα άνθρωπον: «Ώρα καλή σου» του λέγει ο άγνωστος άνθρωπος «Που πηγαίνεις;» - Πηγαίνω ες το χωριό μου. – Να’ ρθω κ’ εγώ; - Έλα. Έτσι μαζύ επήγαιναν κουβεντιάζοντας. Αλλ’ ο δρόμος δεν ετελείωνε. Επήγαιναν και όμως το χωριό δεν εφαίνονταν. Κουράστηκα λέγει ο άγνωστος ες τον Μαρούτσο. Κ’ εγώ κουράστηκα του λέει ο Μαρούτσος. Ε με παίρνεις καβάλλα ή να σε πάρω. – Σε παίρνω του λέει ο Μαρούτσος, αλλ’ ύστερον θα με πάρεις και συ δια να με φέρης ΄ς το χωριό μου. Σε παίρνω. Ο άγνωστος καβαλλίκεψε το Μαρούτσο. Επήγαιναν, επήγαιναν κ ο δρόμος δεν ετελείωνε. Ύστερα από πολλές ώρες έφθασαν ς το Ταίναρο κ’ εκεί ες ένα σπήλαιο κατέβηκε κει αφήκε το Μαρούτσο. Κάθου εδώ του είπε και εγώ θα πάρω υπάγω να σου φέρω κυνήγι να φάμε και έφυγε. Ες το σπήλαιον ευρίσκετο μια γυναίκα, η οποία παρουσιάσθη ς το Μαρούτσο και του λέγει «Βρε καϋμένε, πως βρέθηκες εδώ;» Ξέρεις ποιος κατοικεί; Όχι. Εδώ κατοικεί ο αναθέματος. Και συ πως βρέθηκες εδώ; Αυτός μ’ επήρε και μ’ έφερε και αφ’ ότου εχάθηκα δεν εβγήκα από δω. Άχ! Καϋμένε! Τώρα ο αναθεμάτος. Και συ πως βρέθηκες εδώ; Αυτός μ’ επήρε και μ’ έφερε και αφ’ ότου εχάθηκα δεν εβγήκα από δω. Αχ! Καϋμένε. Τώρα ο αναθεμάτος θα φέρη φίδια, βατράχους, χελώνες και τοιαύται. Θα με διατάξη να τα τεγανίσω, κ θα σου ειπή να φάης από δαύτα, αλλά εσύ να κάμης ότι τρώγεις κ να τα ρίπτης πίσω από την πετσέταν. Ενώ έλεγαν ταύτα έφθασε και ο διάβολος με το κυνήγι του από φίδια, βατράχους… Τα έδωσε ΄ς τη γυναίκα να τα τεγανίση. Εης να τα ετοιμάση η γυναίκα ο διάβολος ωμιλούσε με τον Μαρούτσον. Η γυναίκα έβαλε τάβλα έφερε τα τηγανισθέντα κ εκάθισαν να φάγωσιν. Ο Μαρούτσος έκαμε ότι έτρωγε κ έρριπτε τα φίδια ες τους βατράχους πίσω από την πετσέτα. Αφού έτσι εγλύτωσε ο Μαρούτσος, από το διάβολο. Τι να με φέρης και συ ‘ς το χωριό μου. Τι να με φέρης και συ ΄ς το χωριό μου ο διάβολος με πολλές αφορμές ήθελε να το αποφύγη: αλλά τέλος υπεχώρησε. Θα σε φέρω ‘ς το χωριό, του είπε, αλλά θα μου πής ένα παραμύθι και εν το παραμύθι τελιώνση πριν φθάσουμε ‘ς το χωριό, θα είσαι δικός μου. Ας είναι, είπε ο Μαρούτσος κι εκαβαλλίκεψε το Διάβολο. Όταν ήρχισε το παραμύθι δεν έλεγε άλλο τίποτε παρά Αλαρίδα φαλαρίδα του Μαρούτσου η αρίδα. Και ενώ έλεγε όλο ταύτα, έφθασε ΄ς το χωριό. Αφού κατέβαινε φώναξε το σκύλο του, ο οποίος κατεξέσχισε το Διάβολο κ ούτω τρέμεν πα ξεσχισμένος έγινε ο Διάβολος άφαντος. Ο Μαρούτσος ενίκησε το Διάβολο κι ο σκύλος εξέσχισε αυτόν, διότι κ οι δύο ήσαν γυννωμένοι το Μ. Σάββατο. [ο καλός άνθρωπος= ούτω κ εν Ζακύνθω Schmidt σελ. 176, Σκατογένης= εν Ζακύνθω, χεσμένος αυτώθι σελ. 175, Ησαϊα= Ησαΐα ιδ,12, Αραχώβη= Schmidt αυτώθι σ. 177, Διαβόλου= Catkafou, Bekiniscenes σ. 194, guilletiere= Athenew ancienne et nouvelle σ. 55,] 

Νεστορίδης, Κ.
  • «
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
  • . . .
  • 7
  • »

Browse

All of the Digital RepositoryArchive & CollectionsPlace recordedBy Time RecordedAuthorsLemmaLegend classification (acc. Politis)Source indexTitles

My Account

Login

Discover

Type
Παραδόσεις (61)
Collector
Νεστορίδης, Κ. (61)
Place recordedΛακωνία (33)Λακωνία, Γύθειο (28)Time recorded1920 - 1921 (11)1890 - 1899 (25)1889 - 1889 (1)
Contact Us | Send Feedback
Κέντρον Λαογραφίας E-Mail: keel@academyofathens.gr
Δημιουργία/Σχεδιασμός ELiDOC
Λογισμικό DSpace Copyright © 2015  Duraspace


Το Έργο «Εθνικό δίκτυο ψηφιακής τεκμηρίωσης της άυλης και υλικής πολιτιστικής κληρονομιάς» στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ψηφιακή Σύγκλιση» του ΕΣΠΑ 2007-2013, συγχρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς πόρους.