Αναζήτηση
Αποτελέσματα 81-90 από 6220
Του πονεί το δόντι του, για την δείνα
(1910)
Η του πονεί το δόντι της, για τον δείνα. Ερωτεύεται...
Ύλτσεν το δόντι-μ'
(1939)
Έσταξε το δόντι μου. Ζούλεψα βλέπον τας άλλους να τρών ωραία φαγητά ή φρούτα κ' έτρεξαν τα σάλια μου, ή είδα μιάν όμορφη και μ' άρεσε εξαιρετικά...
Δέν μπουρώ να ξύσου του δόντι μ'
(1891)
Ερμηνεία: οσάκις εκ την ενοχλήσεων των φίλων μας δεν λαμβάνομεν καιρόν ούτε επ' ελαχίστον να απομονωθώμεν
Δέ μπορώ να ξύσου του δόντι μ'
Η φρ. λέγεται όσες φορές θέλουμε να δηλώσωμε, ότι από τις πολλές ενοχλήσεις και κατασκοπεύσεις των φίλων δέ λαβαίνουμε καιρό, το ελάχιστο να μείνωμε μονάχοι μας
Δαγκάνει του δόντι του
(1918)
Περί των ισχυρών. Τσοτύλιον
Σάματ θά να βγάνω το χσό το δόντι
(1893)
Ερμηνεία: Αστεία δικαιολογία επουσιώδους στερήσεως και δή επουσιώδους φαγητού
Δε μας αφήν' να ξύσουμι του δόντι μας
(1911)
Επί οχληρού επισκέπτου
Κόβει το δόντι του σίδερο
(1909)
Ανδρεία
Όνταν σου πονή το δόντι, βγάλε το
(1909)
Αποφασιστικότης
Τον πονεί το δόντι διά ...
(1906)