Αναζήτηση
Αποτελέσματα 231-240 από 1154
Της αδύνατης ζυμώτρας, το νεράκι της εβόχτα
(1952)
Ρίχνει νερό στο ζυμάρι, κ' έτσι δεν κουράζεται
Κάλλιο η μάμμα μου, παρρά η μάννα μου
(1952)
Μάμμα = ο προβολός της κότας γενικότερα, το στόμα. Κάλλιο να φάω εγώ, παρά η μητέρα μου
Βλέπεις σέμπρε; Βλέπ' ο Θεός
(1952)
Διάλογος που γίνεται στη μοιρασιά, όταν τ' αφεντικό ζητάη ν' αδικήση το σέμπρο του
Δυό άκρες έχει το μπαστούνι μιά του νοικοκύρη και μιά του μουσαφίρη
(1952)
Παλική από τη συλλόγη Λιβιεράτου
Ποιός εκαλοπάντρεψε το κακό μου το παιδί; Ο καλός ο γείτονας. Και ποιός εκαλοπάντρεψε το καλό μου το παιδί; Ο καλός ο γείτονας
(1952)
Οι γείτονες δίνουν καλές πληροφορίες για κάθε κορίτσι
Χαράς τα Γέννα τα στεγνά, τα Φώτα Χιονισμένα και τη Λαμπρή βρεχάμενη, χαράς τα τά σπαρμένα
(1952)
Γέννα=τα Χριστούγεννα
Τα χιονάκια του Γενάρη
(1952)
Γιομώζω, γεμίζω. Το χιόνι, όταν πέφτη στην ώρα του, είναι σα λίπασμα για τα σπαρτά. Το υποκοριστικό χιονάκια (όπως κι' άλλα στις κεφαλονίτικες παροιμίες) λέγεται με κάποια ειρωνεία και καμάρι μαζί
Όσο είχε το βουτσί, μ΄ αγαπούσαν οι δικοί, κι΄ όσο είχε το κασόνι μ΄ αγαπούσαν οι γειτόνοι Ομ.
(1952)
Βουτσί = βαρέλι, Ομ. = ομαλά