Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1011-1020 από 1154
Ο γέρος ποπαντεύτηκε και πήρε νια γυναίκα, με τη ματσούκα ήθελε εννιά και μία δέκα
(1952)
Νιά=νέα, Ματσούκα (ιταλ.)=χοντρό ραβδί
Τση γυναικός τα χάδια και τ΄ αφεντός οι ορμήνειες είναι συρτοθηλειές
(1952)
Αφέντης· ο άρχοντας που δούλευαν τα χτήματά του
Γαμπρός αλωναριάτικος, κακόν χειμώνα βγάνει
(1952)
Από τον Αλωνάρη πέφτουν οι πολλές αγροτικές δουλειές, κι ο νιός που τις ξεχνάει με το γάμο του, δε θάχη να φάη το χειμώνα
Τώρα που ζω θέλω να γδω τα πιθυμάω κι ορίζω κι άμα, σα φύγω να με κλαίς, χάρη δε σ'το γνωρίζω
(1952)
Σα φύγω, σαν πεθάνω
Το γύφτο κάνουν βασιλιά κ΄ εκειός γυρεύει ρείκια
(1952)
Ρείκια=φυτό του λόγγου όπου γυρίζει ο γύφτος
Ότα γεράση το δεντρί, ξεράδια δεν του λείπουν
(1952)
Η παροιμία εννοεί τις μικροαρρώστιες που τριγυρίζουν το γέρο
Δυό χειμωνικά σε μια αμοσκάλη δε βαστιώνται
(1952)
Αμοσκάλη = μασχάλη
Έχει ο Θεός μανίκες για τσού ξαμανίκωτους
(1952)
Μάνικες = το μανίκι του σακκακιού