Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-30 από 769
Μη πας να κουρτελάς ποθές να μη σου κουρταλούνε
(1920)
Κουρταλώ = χειροκροτώ, κροταλίζω, βροντώ
Απού χώνει το κακόν του μετά 'κείνο δα ποθαίνει
(1920)
Χώνω = κρυώνω
Αν δε πλησιάνη το κακό, δε κόβγιεται
(1920)
Πλησιαίνω = αυξάνω, πληθύνω-ομαι