Αναζήτηση
Αποτελέσματα 31-40 από 119
Όντε πλουτείς μη χαίρεσαι
(1919)
Πλουτίζω, πλουτώ = γίνομαι πλούσιος
Τη δουλειά σου και τόργο σου ψιλό
(1919)
Πρός γυναίκα. Σημ. Όργο (το) = νήμα το χειροποίητον
Του μποντικού τα γλάκια εις την αλευροδόχη
(1919)
Τ' είν' ο κάβουρας τ' ειν το ζουμί του
Κάθομαι στα λάπανα παννιά
(1919)
Αδιαφορώ, αμελώ
Κατά τα νέργια του
(1919)
νέργια (τα)= έργα, είναι σπανιον ως θυλ. Κρήτην
Τον ήκαμε οξώστη
(1919)
Ερμηνεία: τον απεκλήρωσε
Επήρε ο Θεός τον άγιον του
(1919)
Ερμηνεία: απεκοιμήθη