Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 18
Τον ήβαλε στα μιτόχτενά της
(1917)
Του παρέουρι
Λυγνά, χοντρά, ανάκατα κάτεργα
(1917)
Διακρούση, Κρητικός πόλεμος 101, 2
Σκυφίζω και σκιουφίζω μακαρόνια
(1917)
Κάμνω σκιουφιστά μακαρόνια και τροπικώς = υπεξαιρώ
Άκουσα το διγαβρέ ντου!
(1917)
Διγαβρές, ιστορική υπόθεσις. Πλεύρης: Εις λεγόμενον να πιάση τη δουλειά του λέγομεν και να πιάση το διγαβρέν του. Έπιασαν το διγαβρέ μου, τουτέστι τη δουλειά μου ίνα μοι προξενήσουν κακόν, διότι επί τοιαύτης σημασίας λέγεται ...
Το γέρο πιάνουνε πολλά δισύλαβα
(1917)
Δισύλλαβα=τα συμπαρομαρτούντα τω γήρατι κακά
Από μένα φύγε κι όπου θέλεις νόδωγε
(1917)
Νοδεύω = οδώω. Δηνάκο, Ρέθυμνον
Ευρήκε τον αντιμάλαμό του
(1917)
Ευρήκε τον καλύτερόν του. Δεινάκις
Τα 'καμε σκούψι νάψη
(1917)
Τα εσπατάλησε, εγενήκανε σκούψι
Τα ήκαμε ντάρι – νάξι
(1917)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Εγίνηκ' άραχνος
(1917)
Εξηφανίσθη, δεν φαίνεται, δεν ευρίσκεται, και άραυνος (ιδ. Αρχαίον άραχνος = αράχνη)