Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 17
Γένεια, γένεια τρών τα ψάρια
(1880)
Κατόπιν εορτής
(1880)
Βάνει σίζανα
(1880)
Ερμηνεία: διαβάλλει. Μεταφ. εκ του ζιζάνιου, το εν τω σίτω φυόμενον βλαβερόν χόρτον, ούτω και ο μεταξύ των ανθρώπων πονηρός και διάβολος άνθρωπος
Τον έφαε η γλώσσα
(1880)
Ερμηνεία: Όταν τις πάσχει από γλωσσολογίαν δεν δύναται να κρατήση την γλώσσαν του να φυλάξη μυστικόν
Όσο μπρόσω, πίσω
(1880)
Ερμηνεία: Επί ανθρώπων μη προχωρούντων αμελείας ή αφιλοτιμίας ένεκεν, αλλ' οπισθοχωρούντων
Κακήν κακώς εχάθη
(1880)
Ερμηνεία: Κακό κακώς απώλετο, φράσις ισοδύναμος εις αρχαία
Καίει και δεν καπνίζει
(1880)
Ερμηνεία: Επί των πραττόντων ή ενεργούντων λεληθότης, ανεπαισθήτως
Κολοκύθια νερόβραστα
(1880)
Ερμηνεία: Επί ευτελών πραγμάτων
Ηύρ' ο κουτσός κατήφορο
(1880)