Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1471-1480 από 1594
Σ' κόβου γω τ' αστρζικό σου
(1943)
Ψ' μένο τσάι βρεμένο τάχας ναν' καλό;
(1943)
Μύθ. Ήταν ένας τεμπέλης με τ' όνομα. Πεινούσε και δεν ήθελε να φάει παξιμάδι, που τούδινε η μάννα του, γιατί θα κουραζόταν να το μασσήσει. Του λέει η μάννα του “Να στο βρέξω” Κείνος πάλι το συλλογιζότανε κι έλεγε ....
Ας τα βράσ' δ'αρε, να πιεί το ζ'μί τ' νε
(1943)
τώρα πιά που είνια άχρηστα
Ό, τι βρέξ' ας κατεβάσει!
(1943)
Ερμηνεία : Αδιαφορία, εγκαρτέρησις, ότι θέλει ας γίνει
Το κάψ' μάδ' του το θέλ' βρεμένο
(1943)
Είναι τεμπέλης, της ησυχίας του
Έφθε σα d' βρεμένη κόττα
(1943)
Τάκανε στα βρατσά του!
(1943)
Ως τσαί τα παραμήλ'κά τ' γελούσανε
(1943)
Γελούσε ολόκληρος, παραμήλ'κά = κοντά στα μηλίγγια του