Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1391-1400 από 1594
Ο άσπρες, μαύρες γίνεται;
(1943)
Ερμηνεία: δεν αλλάζει κανείς φυσικό
Πότε σκάζ' νε οι διαόλοι; Όdας κλάν' νε οι πεθαμένοι
(1943)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν στεναχωριέται κανείς από ανέλπιστη δυσκολία
Β'ζαίνει το δαχτ'λάτσ' του
(1943)
Ειρων. για όποιον νεάζει
Έναι, ή Γίνη δα δαίμονας απ' τα Γιούρα
(1943)
Πονηρός ή θυμωμένος
Τεν έκανε ο δαίμονας καβάλλα
(1943)
Τον κυρίευσε ο θυμός, το πείσμα του
Τούτες πάει, δ'λίνιατσε!
(1943)
Βασίλεψε, πεθαίνει
Θαρρούσα τσαί γώ, πούς έσονε τ' παπά – Μανιά τ' άλογο
(1943)
Τίποτα σπουδαίο δηλ. σάν τό άλογο τού παπά πού ήταν ξακουστό γιά τήν ταχύτητά του
Από bρός μέ δέρνει πύρα – τσ' από πίσω μαύρζη μούρα
(1943)
Το λένε γιά τή φωτιά στό τζάκι, πού δέ ζεσταίνει παρά μόνο τό εμπρός μέρος