Αναζήτηση
Αποτελέσματα 134751-134760 από 134917
Ο Μηνάς εμ που μηνά – τους γουννάτους σαιρετά τους τους τσουππάτους προσκυνά τους – τζαι τους ασπροζιμπουνάτους – σούζει τους τζαι πελεκά τους
(1940)
Η μνήμη του αγίου Μηνά, ότε και μεγάλη πανήγυρις παρά την Βάβλα (Λάρνακος), εορτάζεται την 11 Νοεμβρίου , ότε το ψύχος είναι αισθητόν αναλόγως προς την ενδυμασίαν, βαμβακερόν ζεμπούνιν οι πτωχοί, ένδυμα από τσόχαν οι εύποροι ...
Με τον ήλιο τα βγάζω, με το ήλιο τα βάζω, δρόμο δρόμο τα πηγαίνω, σε ξερό λάκκο τα ποτίζω, σε ξερή αγκορνιτσιά τα σταλίζω, τί έχουν τα έρμα και ψοφάνε;
(1949)
Η παροιμία είναι κοινοτάτη. Περί σημασίας δ' αυτής βλ. Λαογρ. Δ' 319 και 745. Άξια προσοχής είναι η επέκτασις αυτής προς επίτασιν της σκωπτικής έννοιας. ΣΤ. Δ. Βάζω = ή τα βοριάζω, Γκόρτσια = η αχλασιά
Τρίτη γεννιέτ' ο όμορφος, Τετράδ' ο αντρειωμένος, Πέφτη ο καλορίζικος, Παρασκευή ο ξένος, Σάββατο ο πραματευτής και Κυριακή ο μπιζάρος
(1952)
Πρόληψη για το χαρακτήρα αυτών που γεννήθηκαν. Ξένος=αυτός που θα ξενητευτή, Πραματευτής=έμπορος γενικά, και κοσμικός τύπος, Μπιζάρος (ιταλ.)=παράξενος, ξεχωριστός
Βάρdα τζ' εν να περάσ' ο βούς - Τζαί πού ένι; - Να το σσίνι που πάω να τογ γοράσω
(1940)
Δια τους πιστεύοντας ως πραγματικότητα απλάς των ευχάς. Η παροιμία οφείλεται εις παραμύθιν καθ΄ο ένας τρελλός, που ήθελε να αγοράση βούν, παρεμέριζε τους διαβάτας δια να περάση το βώδι του που έμελλε να αγοράση
Όπ' έχει γυιο μοναχογιό το Μάϊ να μη σύρη τον Άγουστο να μην πλυθή α θέλει να τση ζήση
(1959)
Λέγεται, όταν κατά τους μήνες Μάϊ και Άγουστο δεν επιτρέπεται το σύρσιμο του παννιού, διότι το 'χουν σε κακό
Ο άναργος κι ο γλήγορος αντάμα γιοματούνε
(1926)
Άναργος ενταύθα έχει την σημασίαν του βραδύς, “γλήγορος” δε του ταχύς. Παρεμφερής η παροιμία προς την των αρχαίων: “Σπεύδε βραδέως” με σχέσιν αιτίου και αποτελέσματος. Δηλαδή και ο ταχύς και ο βραδύς θα φτάσουν συγχρόνως ...
Σ' εγύρευα με το κερί και σ' ηύρα με τον ήλιο
(1926)
Επί των ανελπίστως συναντώντων τινά, προ πολλού επιμόνως αναζητούμενον, ή επί των επιτυγχανόντων εφετόν τι απροόπτως και ακόπως
Τα μεταξωτά βρακιά θένε 'πιδέξα σκέλια
(1957)
Ο τύπος είναι “το ασκέλι” ή “ασκέλα”, φρ. “άνοιξε τσ' ασκέλες του”. Κυρίως το λέγανε για την αρμονία που πρέπει να υπάρχη ανάμεσα στην εξωτερική εμφάνιση κάποιου και στην κοινωνική του θέση, την καταγωγή του και την ανατροφή ...
Απ' τα ψηλά στα χαμηλά κι απ' τα πολλά στα λίγα κι απ' τα ψηλά αλόγατα στσοι χαμηλοί γαδάροι
(1957)
Και προσθέτανε κι από δήμαρχος κλητήρας