Αναζήτηση
Αποτελέσματα 821-830 από 935
Ως που χάρτει ο αγάς μου πάει ο αρκάς μου
(1957)
Όταν εκδηλώνεται μία προστασία καθυστερημένα, ενώ γίνηκε πιά το κακό
Άλλος ψυχομαχά κι' άλλος καυλομαχά
(1957)
Στις περιπτώσεις ιδίως πού δε λογαριάζει κανείς τή δύσκολη θέση πού βρίσκεται ο άλλος, αλλά απεναντίας του γίνεται και ενοχλητικός. Γενικά όμως γιά τις έντονες αντιθέσεις πού εμφανίζει η ζωή
Όποιος δεν τον ξαίρει, ακριβά τον αγοράζει
(1957)
Όταν δείχναμε μερικοί εκτίμηση για κάποιον που δεν την άξιζε
Τραβάει το αίμα
(1957)
Η συγγένεια ελκύει
Κι' αν πέσανε τα δακτυλίδια, τα δάκτυλα μένουνε
(1957)
Για τους ξεπεσμένους που χάσανε την περιουσία τους και που εν τούτοις διατηρείται η αξία της προσωπικότητάς των
Όποιος πνίγηκε, ματάνοιωσε! (με το τριμόχολο)
(1957)
Επειδή, έπειτα από λίγο, μπουνατσάρει. Τριμόχολο ή μπουρίνι. Το Μάη – Μαγιάπριλο, στεριανός βοριάς, τα βουνα της Ηπείρου τονε φέρνουνε
Τα μεταξωτά βρακιά θένε 'πιδέξα σκέλια
(1957)
Ο τύπος είναι “το ασκέλι” ή “ασκέλα”, φρ. “άνοιξε τσ' ασκέλες του”. Κυρίως το λέγανε για την αρμονία που πρέπει να υπάρχη ανάμεσα στην εξωτερική εμφάνιση κάποιου και στην κοινωνική του θέση, την καταγωγή του και την ανατροφή ...
Τί του ήκανα; ο γάιδαρος μου ήφαε το ψωμί του
(1957)
Σιτζίμι = τουρκ. Ένα κομμάτι σχοινί, μάλλον ψιλό, που δένενε τα ζωντανά τους στ' αχούρια (φάτνες), ή σε κάποιο παλούκι (πάσσαλο)
Απ' τα ψηλά στα χαμηλά κι απ' τα πολλά στα λίγα κι απ' τα ψηλά αλόγατα στσοι χαμηλοί γαδάροι
(1957)
Και προσθέτανε κι από δήμαρχος κλητήρας
Κι είν' έτσι μουτρωμένος
(1957)
Σιτζίμι = τουρκ. Ένα κομμάτι σχοινί, μάλλον ψιλό, που δένενε τα ζωντανά τους στ' αχούρια (φάτνες), ή σε κάποιο παλούκι (πάσσαλο)