Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11-20 από 117
Ο δικιάολος έμ' μακράμ, μα τα έρκα του φτάννουσιν
Ερμηνεία: Λέγεται όταν θέλωσι να δηλώσωσιν ότι πράξεις τις έγινε και εισήγησιν τον σατανά
Θωρείς την κουρήν τσαι γυρεύκεις κωλοσυρμαδκιάν;
Κουρήν=;, κωλοσυρμαδκιάν=τα ίχνη του συρόμενου επί του χώματος, επί πραγμάτων καταζητών
Ίσα να τό ΄ση η κόκα σου να κατεβάζη φτείρες
Κόκα = κεφαλή, ή λιξης μόνον εν τη παροιμία
Ο Θεός να σε γλέπη που γερον τικός -στρηνίν
(1917)
Στρηνίν= στρήνος, οργασμός προς συνουσίαν
Σσ'ύλλολ λούσης. Σσ'υλλομ πλύνης, πάλε σσ'υλλιές μυρίζει
(1923)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Πόθεν έν τούτον τό παννάτσιν; Επ' πό τούτον τό βιλαράτσιν
Ισοδυναμεί πρός την: οίοι οι γονείς τοιαύτα καί τά τέκνα
Όπκοιος γλέπεται, γλέπει τον τσ' ο Θεός
Γλέπεται = φυλάγεται
Η φτώσα εμ που τοθ Θεόν, η σπάστρα εμ που τους αθθρώπους
Σπάστρα = πάστρα
Η σπάστρα εν μικρή αρκοντκιά
Σπάστρα = πάστρα
Από 'σ' αμπέλια βάλλ' αρκάτες τζ'αι καράβκια καλαφάτες
(1918)
Καλαφάτης= ο υπηρέτης πλοίου ή ναύτης ή ναυπηγός