Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-110 από 1012
Άμον παγούριν πορπαιτεί
(1874)
Ερμηνεία: Επί βραδυπόρων και βραδυκινήτων
Πρύμην πλώραν εκράτεσα την νεστείαν
(1874)
Ερμηνεία: Την πρώτην και την τελευταίαν εβδομάδα
Σιλτούρ 'ς σα ξύλα ς σο νερόν, σαλτούρ ς σηγ χαμελέτεν
(1874)
Καρίων, ύπαγε προς ξυλείαν και κόμισον ξύλα, ύδωρ καιρίων ύπαγε εις τον μύλον
Τσι ποπάδαις που εφτειάγω εγώ είμαι
(1874)
Τον δεσπότην ερώτεσαν “Μωρόν εξέρεις και φωτίζεις;” Κι εκείνος είπεν, Τσι ποπάδαις που εφτειάγω εγώ είμαι = Αρχιερείς ερωτηθείς ει οίδε βαπτίζειν νήπιον απεκρίθη “εγώ ειμί ο τοις ιερείς ποιών (χειροτονών). Ερμηνεία: Π. Ή ...
Και κι σέζω κι απέσ αχτί
(1874)
Ερώτεσαν κάποιον “πλακίν ιξέρεις και ψένεις; Κ΄ εκείνος είπεν : “Και κι σέζω κι απέσ αχτί” Ερωτηθείς της ει επίσταται πλακίον έψειν, απεκρίνατο “και χέσαιμι αν επ΄ αυτό”
Τημ μυρμήκαν καμέλιν ποίει
(1874)
Τον μύρμηκαν κάμηλον ποιεί
Εσύ πάς εκαρκάριξες κ' εσήβες 'ς σύν δουλείαν
(1874)
Και σύ ως ευσθενούσα δή μετέσχες της εργασίας ή του έργου. Ερμηνεία: Π. Ειρωνική επί των μή ευσθενούντων μετεχόντως δέ τινος εργασίας ες δή ασθενών
Έργον και δουλειάν εποίκες άτο
(1874)
Έργον και ενασχόλησιν εποιήσω αυτό
Άμον διμαγγείον μίαν αδά και μίαν ακεί
(1874)
Ως πεφυσιωμένος ασκός (;) οτέ μεν ενταύθα ότε δε εκείσε