Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3381-3390 από 3548
Το τσένdικο κόντσεν dα σο νερό
(1951)
Το τσουλί τόριξε στο νερό
Τα πιτένε, 'φότεζ έν' bιτένε, κρούς τα, κόφτεις τα τσαί 'πιδεβαίνουνε
(1951)
Τα πεύκα, που είναι πεύκα, τα χτυπάς,τα κόβεις και πέφτουνε. Τόλεγαν στουν βιαστικούς, που ήθελαν να γίνεται μονομιάς η δουλειά τους. Πόντ. Α.Π. αρ. 878: Με μιά τσουκουρέα το δεντρό 'κε κρεμιέται
Να φτσαιρέσω το 'μόν dο τσουφάλι, να εμώσω το σον dο τσουφάλι
(1951)
Ν' αδειάσω το δικό μου κεφάλι, να γεμίσω το δικό σου
Κόρη μου, λέγω τα σέναμ νυφίτσα μου, νdα πάρ' συ!
(1951)
Κόρη μου, τα λέω εσένα, νύφη μου, να τα πάρεις εσύ
Ο ζευγαράτ΄ υρεύει βρέδη, ο κουμνάτ΄ υρεύει ξερά
(1951)
Ο ζευγάς γυρεύει βροχή, ο στάμνας γυρεύει ξερασιά. Ο μύθοε λέει : Μια φορά ήτανε δύο αδέρφια· ο ένας είχε χωράφια, ο άλλος έφτιανε κανάτια. Ο ένας παρακαλούσε το Θεό να βρέξει· ο άλλος δεν ήθελε, γιατί είχε τα σταμνιά του ...
Το περτσόν dο μbούτσι την τζοιλία σου τρυπά;
(1951)
Σημείωση: Η περισσή μπουκιά τρυπά την κοιλιά σου;
Του τζο πορεί να βgάλει τη χολή του σο γαϊριδι, κρού' το σαμάρι
(1951)
Κρούω = χτυπώ
Ο καλόγκρος από την Ομαλά δεν είχε νου, ούτε μυαλά. Τα μικρά δεν ήθελες τα μεγάλα γύρευες, γύριζε χερόμυλο, κούνα και το διάολο
(1957)
To παιδί να μην κλαίη. Λένε πως αυτό (π΄ ανοιχτήκανε να ψαρέψουνε στ΄ ανοιχτά και να την πάθανε) (βλ. Σελ. 253 ιδίου χειρ.) το ΄παθε ένας καλόγερος από τους Παξούς. Κοντά στα σπίτια των Ελλήνων