Αναζήτηση
Αποτελέσματα 3921-3930 από 4029
Απου ράφτει και ξεπαραλεί κι' απου χαλά και χτίζει, μούδ' η δουλειά του φαίνεται μούδ' όφκερος καθίζει
(1920)
Ξεπαραλώ = ξυλώνω ύφασμα τι ή υπόδημα τι εξάγων της κλωστήν της ραφής
Αχ πουλί πουλάκι μου, ώστε να 'χε σε πάρω. Κι' απόις τάκα κουρκουνιές ώστε να σε ξεβγάλω
(1920)
Κουρκουνιές = Χτύπους, ξύλον (αικίαι)
Βάνει κ' η κοσκινού τον άντρα τση με τσοι πραμματευτάδες
(1920)
Κοσκινού = η μεταχειριζομένη το κόσκινον (είδος εργασίας), πραμματευτάδες = έμποροι, οι πραγματευόμενοι
Πορεύγεται η γι' όρθα μου από τα πίτεράν τση ετσά πορεύγομαι κ' εγώ από την αφεδιά σου
(1920)
Αφεδιά σου = από σενα
Αναθεμα στα Σάββατα τ' αναθεματισμένα: τση Κράτινης, τση Τυρινής, τση πρώτης Εβδομάδας που φάγανε τσι κόρες μου και κούρσεψε το σπίτι
(1949)
Υπόκειται παράδοσις η οποία ναγράφεται εις την συλλογήν
Η πουτάνα σαν γεράση, πέντε τέχναις θε να πιάση. Πλήστρα, Μαυλίστρα, Αντρογυνο – ξεχωρίστρα (ή αντροϋνοχωρίστρα), Μαμή, γη χειροχτενίστρα
(1893)
Εν λεξιλ. σελ. 164, Μαυλίστρα – μαστρωπός, και τουρκικώς ρουφιάνα
Ψωμί κι αλάτι εφάγαμε μαζί
(1890)
Υπενθυμίζεται δι αυτής η παλαιά φιλία εις όλην την Ελλάδα είναι δι' λείψανον των περί φιλοξενίας δοξασιών των Ελλήνων. Οι παλαιοί Έλληνες τόσον ιερά εθέωρων την φιλοξενίαν ώστε και μετά παρέλευσιν μακρού χρόνου αναγνωριζόμενοι ...