Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2691-2700 από 2765
Επόμεινε σα dο Ίάννη στο Μετόχι
(1963)
Έμεινε μόνος, έκθετος, έρημος
Εώ βαφτίζω και μυρώνω κι' άρα ζήση κι' άρα ψοφήση
(1963)
Λέγαται, για δουλειά, που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, άτακτα, χωρίς ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα. Υπάρχει ο ακόλουθος μύθος: “Αλλότες εβαφτίζανε τα παιδιά πριν απο οχτώ μερώ κι' αμαν ήτονε κανένα γρινιάρικκο 'λέανε να το ...
Άμα θέλη κανείς να σκοτώση τη 'υναίκα dου, να πάρη 'έρικο βουδινό να τση πάη να μαερέψη
(1963)
Λέγεται, επειδή το γέρικο βοδινό φυραίνει. Αλληγορικά για όσους γυρεύουν αφορμή για γκρίνια. Π.χ. Βουδαλιά (= βοδινό κρέας) πουλούνε. Χμ! Ένας γεροdόβουνος είναι, που θέλει αλούσα(= Αλυσίβα), 'ια να μαερεφτή. Ευτός εδά ...
Εβόλεψα τα 'δα κι' εώ σα dο Στρατηχότζα …
(1963)
Λέγεται για φαινομενική μάλλον ρυθμίση μιας υποθέσεως. Από την Ναστραδίν Χότζα : Ο Στρατηχότζας, λε', εχρωστίε gαμμιά βολά τρακόσα γρόσα κανενούς και τον είδε, λέει, μιαν ημέρα 'νας φίλος του, που τόξερε, gαι τον ερώτηξεν, ...
Βούδι σελλάτ αόραζε καί άδαρο καbούρη, 'υναίκα γλινοκάπουλη, χοίρο μακρυομούρη
(1963)
Σελλάτ = μέ καμπυλωτή ράχη. Γλινοκάπουλη = με λιγνά καπούλια. Π.χ. “Μουρέ, μά 'φτή dη χοdρέλα θά πάρης; Δέν έχεις ακουστά, πού λέει το λακριδί, πώς βούδι σελλάτ' αόραζε...”
Το άδαρο μου θα βάλω να gαρίση
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αδιαφορίας, π. χ. Δε τζη ξαναμιλώ, χιλιώ χρονώ να ενώ, Ακούς ο καμός τση, το αδαρό τζη θα βάλη να gανίση
Να κουβαλή ο άdρας με το φκυάρι και να βγάνη κι η ΄υναίκα με το κουτάλι, πάλι δεν bροφταίνει ο άdρας
(1963)
Φκυάρι= φτυάρι. Λέγεται για τη γυναίκα τη σπάταλη, που είναι κακή νοικοκυρά
-Θώριε στραβέ. Λέει -Θώριε, Θεέ
(1963)
Δηλαδή: Ο Θεός βλέπει το άδικο και τιμωρεί εκέινους, που αδικούν. Από τον επόμενο μύθο: Ήτανε, λέει κανένας κι' ήτανε στραβός και τον είχε στη bόρτα η γυναίκα dου, ια ναπαdά τσ' όρνιθες να μη bαίνουνε μέσα, κι΄ εκείνη ...