Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-30 από 909
Μυτίν και κώλον κάθονται
(1874)
Δηλαδή κάθωνται έχοντες ο μεν την ρίνα προς τω πρωκτώ του δε
Το σημερινόν τηγ χολή σ άψ ς σόμ πιρνόν και το σημερνόν την δουλειά σ μή αφήνεις 'ς σόμ πέρνόν
(1874)
Του μέν σήμερον θυμόν υπέρθου ες αύριον, το δέ σημερινόν έργον μή αναβάλης αύριο. Ερμηνεία: Π. Παραινούσα επέχειν μέν τον θυμόν, μή προϊέναι δέ τον καιρόν. άψ = άφες
Ομάλια δέβα
(1874)
Ερμηνεία: Κατ' ευθείαν
Μοιραστής κομπωτής
(1877)
Ερμηνεία: Ο διανέμων πάντοτε αφήνει εις εαυτόν του περισσότερον μερίδιον
Όταν πονή του γείτονα σ' η κοιλία τρίψον κ' εσύ τ' εσόν
(1874)
Όταν ο γείτων σου αλγή την γαστέρα, τρίψον και συ την σεαυτού
Τον τεμιρτζήν με το ξυλομάκελλον ποιήσαι
(1874)
Σημείωση : Αλλαχού λέγουσι “τσαγγάρης εξυπόλητος ράπτης παραλυμένος.
Σκοινίν κί δίω 'ς σήν γούλα σ
(1874)
Δίω ή δίγω. = Σχοινίον ού δίδωμί σοι διά τον τράχηλόν σου (αγχόνην δηλ). Ερμηνεία: Λεγομένη πρός πολλάκις αγνωμονήσαντας
Η ψσή τημ ψσήν, όνταν κι θέλ', ποπά ντο στεφανώνεις;
(1874)
Όταν η ψυχή μου θέλη ψυχών, ιερεύ τι στέφεις;
Σύντεκνε 'ς σ' εμέτερα, σύντεκνε ΄ς σ' εσέτερα
(1874)
Ερμηνεία: Επί συνεχών αμοιβαίων επισκέψεων αλλ' ανθρώπων αργών κ “υπέρου περιστροφή”
Φασούλιν και φασούλιν γομώνει το σακκούλιν
(1874)
Φασιόλος με τα φασιόλου πληροί σακκίον